Πολιτικά κόμματα και Τοπική Αυτοδιοίκηση.

 Άρθρο του Δημήτρη Ι. Κατσούλη


Η κομματικοποίηση της τοπικής αυτοδιοίκησης υπήρξε για πολλά χρόνια ένας εύλογος και θεμιτός αφορισμός που απέδιδε τον σφικτό εναγκαλισμό των κομματικών μηχανισμών με τις εκλεκτές τους Δημοτικές Αρχές με τρόπον ώστε να υπερέχει η υπεράσπιση του κομματικού συμφέροντος αντί της υπεράσπισης του συλλογικού δημοσίου συμφέροντος. Άλλη όψη της κομματικοποίησης είναι η κατασκευή και η αναφορά των δημοτικών πολιτικών μέσα στους μηχανισμούς του κόμματος και όχι μέσα στα αιρετά όργανα και στην τοπική κοινωνία.
Μέχρι ένα σημείο το ισχύον εκλογικό σύστημα μπορούσε να ευνοεί αυτή την κομματικοποίηση ιδίως όταν δεν συνέτρεχαν άλλες προϋποθέσεις, όπως η διακομματική συνεργασία την οποία επίσης και κατά κύριο λόγο ενθάρρυνε το εκλογικό σύστημα της ex lege ισχυρής πλειοψηφίας του Δημάρχου.
Σήμερα αυτό το φαινόμενο είναι μάλλον ασήμαντο. Η παρακμή των κομμάτων έχει απελευθερώσει το πολιτικό προσωπικό της Αυτοδιοίκησης, ιδίως του πρώτου αλλά και του δεύτερου βαθμού, από την κομματική εξάρτηση.

Το ερώτημα είναι άλλο: Ισχύει άραγε ο ισχυρισμός των εχθρών της απλής αναλογικής ότι το σύστημα αυτό θα ενισχύσει την εξάρτηση και τον εκβιασμό των μειοψηφιών προς τον Δήμαρχο ή τον Περιφερειάρχη;
Η απάντηση σε αυτό δεν μπορεί να είναι ένα ναι ή ένα όχι. Κατά την γνώμη μου, προϋπόθεση για να απαντήσουμε στο ερώτημα είναι να γνωρίζουμε τι είναι οι δημοτικές παρατάξεις και με ποιο περιεχόμενο κατανοούν την πολιτική εντολή των εκλογέων οι επικεφαλείς τους αλλά και όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι.
Εάν οι δημοτικές παρατάξεις είναι όντως συλλογικοί φορείς της πολιτικής εντολής, δηλαδή εκφράζουν τους δημότες που ενέκριναν το πρόγραμμά τους και κυρίως έχουν διαδικασίες συμμετοχής των πολιτών στη λειτουργία τους, δηλαδή είναι ζωντανές πολιτικές ομάδες, τότε δεν έχουν κανένα λόγο να συμπεριφέρονται εκβιαστικά ή να απαιτούν ιδιοτελή οφέλη.
Εάν οι δημοτικές παρατάξεις είναι τυχαίες συναντήσεις δημοτικών συμβούλων που έτυχε να εκλεγούν υπό τον ίδιο Δήμαρχο ή υποψήφιο Δήμαρχο, χωρίς πολιτικούς δεσμούς και κοινές αντιλήψεις για την υλοποίηση της πολιτικής εντολής των εκλογέων, τότε είναι απλώς ομάδες τοπικών  πολιτικών παραγόντων που αποκτούν οντότητα γύρω από την διαχείριση της δημοτικής ή περιφερειακής εξουσίας και συνεπώς μπορούν να ζητούν και να δίνουν ανταλλάγματα.
Συνεπώς στην πρώτη υπόθεση η απάντηση είναι Όχι, αλλά στη δεύτερη είναι Ναι.

Μήπως όμως είναι μύθος και η πλειοψηφία του ισχύοντος εκλογικού συστήματος; Απαντώ ευθέως.
Όταν λειτουργούσε, με τις αδυναμίες και τις ασθένειές του, το πολιτικό και κομματισμό σύστημα, ο Δήμαρχος είχε την άνετη πλειοψηφία αλλά μετείχε σε έναν πολιτικό δεσμό με το κόμμα που το υποστήριξε ή με τα κόμματα που τον υποστήριξαν. Εάν υπήγαγε το συλλογικό δημόσιο συμφέρον στο κομματικό τότε οδηγούσε την Αυτοδιοίκηση στην κομματικοποίηση και προφανώς πρόδιδε την πολιτική εντολή της τοπικής κοινωνίας. Εάν υπήγαγε το συλλογικό δημόσιο συμφέρον στην πραγματική υπεράσπιση των εντολών της τοπικής κοινωνίας, φιλτραρισμένων μέσα από τις διαδικασίες λαϊκής συμμετοχής αλλά και από την συνισταμένη της ιδεολογικοπολιτικής αντίληψης των πολιτικών δυνάμεων που τον υποστήριζαν τότε λειτουργούσε με τους καθαρούς κανόνες της πολιτικής αυτονομίας.
Αναμφίβολα η δεύτερη υπόθεση ήταν η πιο δημιουργική και σε τέτοιες Δημοτικές Αρχές οφείλεται η μετατόπιση της Αυτοδιοίκησης στο επίκεντρο του πολιτικού συστήματος στις δεκαετίες 80 και 90.

Όταν το κομματικό σύστημα ήταν ισχυρό, πάλι μετρούσε η προσωπικότητα του υποψηφίου Δημάρχου ή Περιφερειάρχη και των υποψηφίων αιρετών εν γένει αλλά ταυτόχρονα μετρούσε και ο πολιτικός και προγραμματικός λόγος. Όταν το κομματικό σύστημα έγινε ανίσχυρο υπερτερεί η προσωπικότητα αλλά αποδυναμώνεται η συμβολή του πολιτικού και προγραμματικού λόγου.
Σήμερα πράγματι όλα είναι διαφορετικά. Και εάν πρέπει να αλλάξουν, δεν αλλάζουν με αφορισμούς. Η τοπική αυτοδιοίκηση δεν θα γίνει πεδίο αναγέννησης του κομματικού συστήματος εάν το ίδιο το σύστημα δεν φροντίσει σοβαρά για την αλλαγή του. Παράλληλα οι παθογένειες της Δημοκρατίας μας γεννούν πληθώρα ποικίλων μεταστάσεων και στο σώμα της τοπικής δημοκρατίας. Αυτές δεν θεραπεύονται με ένα άλλο εκλογικό σύστημα, εν προκειμένω την απλή αναλογική, ούτε όμως προκαλούνται από αυτό.

Η τοπική αυτοδιοίκηση είναι θεσμικό πεδίο της πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή του πολιτικού συστήματος. Δεν είναι φορέας της κοινωνίας των πολιτών όπως αφελώς ή δολίως κάποιοι τον εκλαμβάνουν. Αν θέλουμε η τοπική αυτοδιοίκηση να ασκεί δημόσια εξουσία πλησιέστερα στον πολίτη και κυρίως με την συμμετοχή του πολίτη στη διαμόρφωση των δημοσίων πολιτικών, πρέπει να την βλέπουμε ως πολιτικό θεσμό εξουσίας, λογοδοσίας, διαφάνειας και δημοκρατίας. Ως τέτοιος δεν μπορεί παρά να έχει άμεση σχέση με το κομματικό σύστημα. Η σχέση αυτή όμως πρέπει να είναι τέτοια που να εμπεδώσει τα παραπάνω χαρακτηριστικά της εξουσίας, της διαφάνειας και της λογοδοσίας, δηλαδή να είναι πρωτίστως μία σχέση πολιτικής αυτονομίας.

Τα πολιτικά κόμματα ως ζωντανοί και αναγκαίοι θεσμοί της πολυεπίπεδης Δημοκρατίας μας πρέπει να έχουν προγραμματικό λόγο και να διαμορφώνουν με την παιδαγωγική τους λειτουργία πολιτικό προσωπικό που μετέχει και λειτουργεί στο τοπικό και περιφερειακό πολιτικό σύστημα, στους Δήμους και τις Περιφέρειες.
Αν δεν το κάνουν αυτό, είτε γιατί το υποτιμούν είτε γιατί είναι ήδη απαξιωμένα από την κοινωνία και αφήνονται στα δεσμά του υποθηκευμένου στην μιντιοκρατία και την πολιτικοοικονομική διαπλοκή κεντρικού πολιτικού συστήματος, τότε άλλες διαδικασίες διαμόρφωσης και επιβολής του προγραμματικού λόγου θα επικρατήσουν σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο. Θα είναι άραγε οι δρόμοι της μιντιακής επικοινωνίας και της διαπλοκής της με τα μικρά αλλά ισχυρά πολιτικοοικονομικά συμφέροντα που πάντα ευδοκιμούν στην πολιτική; Θα είναι άραγε πετυχημένες επικοινωνιακές καμπάνιες χαρισματικών ανθρώπων της επαρχίας; Θα είναι πετυχημένες ίντριγκες του φιλόδοξου μικρομεσαίου πολιτικού προσωπικού; Πάντως δεν θα είναι – κατά κανόνα- αποτελέσματα υγιούς δημοκρατικής λειτουργίας.

Ένα είναι βέβαιο. Ούτε το ισχύον εκλογικό σύστημα προστατεύει την Αυτοδιοίκηση από τις εξαρτήσεις και τους εκβιασμούς ούτε η εμμονική προοπτική μίας απλοϊκής απλής αναλογικής θα αποτρέψει τις παθογένειες του τοπικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος.
Πέραν από την δομική αρχιτεκτονική ενός συστήματος τοπικής αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας που συνδυάζει την ίση αντιπροσώπευση με την διαμόρφωση δημοκρατικά νομιμοποιημένης και σταθερής προγραμματικής πλειοψηφίας απαιτείται και η λειτουργική αρχιτεκτονική της δημοτικής και περιφερειακής δημοκρατίας στην οποία κύριο ρόλο έχουν οι δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις και η διαρκής σχέση τους με τους πολίτες. Σχέση που μόνο στη διαφάνεια και τη λογοδοσία πρέπει να βασίζεται.
Όσο για τον προγραμματικό λόγο που αποτελεί τον συνεκτικό υλικό των δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων αυτός δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι αποξενωμένος από τον γενικό ιδεολογικοπολιτικό προγραμματικό λόγο τον οποίο στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία οφείλουν να συνθέτουν τα πολιτικά κόμματα. Συνεπώς η σχέση των πολιτικών κομμάτων με την Αυτοδιοίκηση είναι σχέση πεδίου και λειτουργίας σε αυτό, σχέση διαφάνειας, λογοδοσίας και κυρίως πολιτικής αυτονομίας αλλά όχι απάθειας, απαξίωσης και απουσίας.

Οι δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις, όχι ως ομάδες εκλεγμένων συμβούλων αλλά ως πολιτικές οργανώσεις που δρουν μέσα και έξω από τα όργανα, ως ιμάντες δημοκρατικής αλληλοσύνδεσης μεταξύ τοπικής κοινωνίας και τοπικού πολιτικου- διοικητικού συστήματος, ως θεσμοί πολιτικής συμμετοχής ανοικτοί στην κοινωνία, με εσωτερική δημοκρατική λειτουργία που εμπεδώνει τη διαφάνεια, τον έλεγχο στους αιρετούς και την λογοδοσία, είναι εκείνο το καινούργιο που πρέπει και μπορεί να γεννηθεί και να αποτελέσει την ισχυρή ασφαλιστική δικλείδα για την αποτελεσματική και δημοκρατική τοπική αυτοδιοίκηση.

Τα κόμματα δεν μετέχουν οργανωτικά σε δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις. Όμως κάνουν κάτι πολύ σημαντικό, διαπαιδαγωγούν τα μέλη τους που λειτουργούν σε αυτές με τις αρχές, τις αξίες και τον προγραμματικό λόγο που υπηρετούν. Κυρίως με το μάθημα της ανοχής στη διαφορετική άποψη και της σύνθεσης για τη τελική διαμόρφωση του συλλογικού δημοσίου συμφέροντος. Και κάτι άλλο, φιλτράρουν μέσα από αυτές τις αρχές και αξίες, τα ιδιοτελή συμφέροντα και τις διεφθαρμένες πρακτικές, που συνήθως έλκουν όσους ασκούν δημόσια εξουσία.

Η επαναφορά σε γόνιμο και δημιουργικό πεδίο της σχέσης των πολιτικών κομμάτων με την τοπική αυτοδιοίκηση θα απαλλάξει τους Δήμους και τις Περιφέρειες από τις δήθεν άχρωμες και «ανεξάρτητες» ηγεσίες που δεν λογοδοτούν σε κανένα παρά μόνο στην μιντιοκρατία ή στα συμφέροντα που τις τροφοδοτούν. Ο δε προγραμματικός λόγος των δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων πρέπει να γίνει ουσιαστικός και συγκεκριμένος, μετρήσιμος και διαλεκτικός αλλά ταυτόχρονα ειλικρινής και απολογητικός. Είναι καιρός να αφήσουμε πίσω το πολιτικό life style που ενώ φλυαρεί δεν λέει τίποτε ουσιαστικό και μετρήσιμο και κυρίως δεν οδηγεί στην ειλικρινή λογοδοσία που πρέπει να είναι sine qua non χαρακτηριστικό του αυτοδιοικητικού προγραμματικού λόγου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου