«Ἐξουσία καί Διακονία. Συγκλίσεις καί Ἀποκλίσεις»

ΟΜΙΛΙΑ ΜΑΚΑΡΙΩΤΑΤΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ κ. κ. ΙΕΡΩΝΥΜΟΥ Β΄ ΣΤΟ ΕΤΗΣΙΟ ΤΑΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ Κ.Ε.Δ.Ε.
Θεσσαλονίκη, 1 Δεκεμβρίου 2016



Ἀποτελεῖ ἰδιαίτερη τιμή πρός τό πρόσωπό μου καί ἐν τῷ προσώπῳ μου πρός τήν Ἐκκλησία μας ἡ πρόσκλησή σας νά ὁμιλήσω στό Ἐτήσιο Τακτικό Συνέδριο τῆς Κεντρικῆς Ἑνώσεως Δήμων Ἑλλάδος, καί μάλιστα σέ εἰδική συνεδρία, προκειμένου νά ἀναπτύξω ἐν συντομίᾳ σκέψεις καί προβληματισμούς, οἱ ὁποῖοι εὐελπιστῶ νά δώσουν τό ἔναυσμα γιά γόνιμες ἐσωτερικές ζυμώσεις.
Τό γεγονός ἄλλωστε ὅτι ἰδιαίτερα ἡ μετανεωτερική ἐποχή μας χαρακτηρίζεται ἀπό ὑψηλότατη ταχύτητα διαχείρισης πληροφοριῶν, ἀπό τήν βελτίωση τῆς πρόσβασης στή γνώση, ἀπό πολυφωνία καί πλουραλισμό, καθιστᾶ ἀναγκαῖο τόν διάλογο καί τήν διαβούλευση μεταξύ προσώπων καί θεσμῶν.
Πολλῷ δέ μᾶλλον ὅταν τά προβλήματα πού ταλανίζουν τόν σύγχρονο κόσμο χαρακτηρίζονται ἀπό ἰδιαίτερη συνθετότητα, πολυμορφία, μεταβλητότητα καί γι’ αὐτό ἀπαιτοῦν ἀπό ὅλους τούς ὑπευθύνους δυνατότητα προσαρμογῶν, ἀλληλοκάλυψη καί θεσμική συνεργασία.
Μέσα σ’ αὐτό τό κλῖμα καί ὑπό αὐτό τό πρῖσμα ὁ λόγος τῆς Ἐκκλησίας, ἕνας λόγος σαρκωμένος ἀπό δισχιλιετῆ καί πλέον ἐμπειρία μέσα στήν ἱστορία τῆς οἰκουμένης καί συνάμα ἕνας λόγος ἔμπρακτος, διαρκῶς δηλαδή φανερούμενος μέ ἔργα ἀγάπης καί προσφορᾶς, μπορεῖ νά ἀποτελέσει μία οὐσιαστική συμβολή στίς ἐργασίες ἑνός Συνεδρίου αἱρετῶν ἐκπροσώπων τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης.
Ὁ θεσμός τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης κατά τόν Θεμιστοκλῆ Τσάτσο ʺεἶναι ἀσφαλῶς ἐκ τῶν θεμελιωδεστέρων τῆς Ἑλληνικῆς Δημοκρατίας καί, ἴσως, ὁ μᾶλλον ἐξυπηρετικός τῆς δημοκρατικῆς ὑφῆς τῆς ἑλληνικῆς πολιτείαςʺ . Ἰδιαίτερα δέ ὁ πρῶτος βαθμός τοπικῆς αὐτοδιοίκησης, τόν ὁποῖο ἐκπροσωπεῖτε, θεσμός μέ σημαντικό ἱστορικό βάθος μέσα στόν συνταγματικό μας πολιτισμό, ἀποτελεῖ τόν πιό ἄμεσο φορέα δημόσιας ἐξουσίας, καθώς βρίσκεται στήν πλέον ἀδιαμεσολάβητη σχέση μέ τόν λαό μας. Κάθε πολίτης τῆς χώρας μας εἶναι συγχρόνως καί δημότης ἑνός δήμου ἤ μιᾶς κοινότητας.
Καί εἶναι πολύ σημαντικό, κατάκτηση τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ὅτι ὁ δημότης ἔχει τή δυνατότητα νά ἐκλέγει, νά ἐπιλέγει αὐτούς τούς ἀνθρώπους πού θά ἀναλάβουν γιά κάποιο χρονικό διάστημα νά ὑπουργήσουν, νά ὑπηρετήσουν τίς ἀνάγκες καί τά προβλήματά του.
Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ἔκφραση τῆς δημοκρατικῆς ἀρχῆς διαφοροποιεῖ θεμελιωδῶς τόν θεσμό τῆς τοπικῆς αὐτοδιοίκησης ἀπό τόν θεσμό τῆς κρατικῆς ἀποκέντρωσης.
Κατά τον Δημήτριο Τσάτσο ʺὁ θεσμός τῆς αὐτοδιοίκησης ὑπακούει στήν ἀρχή τῆς ἐπικουρικότητας, κατά τήν ὁποία ἡ ἔννομη ὀργάνωση τῆς κοινωνίας συντελεῖται μέ βάση τήν πρωταρχικότητα τῆς κατώτερης καί στενότερης ὀργανωμένης κοινωνικῆς μονάδας: ἄτομο, οἰκογένεια, δῆμος, κράτος, σύνδεσμος κρατῶν.
Ἡ κάθε φορά ἑπόμενη βαθμίδα ἁρμοδιότητας προκύπτει ἀπό τήν ἀδυναμία τῶν προηγούμενων βαθμίδων νά ἀντιμετωπίσουν μέ ἐπάρκεια τίς ἀνάγκες τους, καθώς περιορίζονται στό δικό τους στενότερο πεδίο. Ἐκτός ὅμως ἀπό αὐτό, τό θεσμό τῆς αὐτοδιοίκησης τόν συνοδεύει καί ἡ ἀντίληψη, ὅτι οἱ φορεῖς του κατά τόπον ἤ καθ’ ὕλην συγκεκριμένου κοινωνικοῦ συμφέροντος εἶναι οἱ φυσικοί διαχειριστές του. Φυσικός διαχειριστής τῆς «τοπικῆς ὑπόθεσης» εἶναι αὐτός πού ἔχει μόνιμο δεσμό μέ τόν συγκεκριμένο χῶρο, δηλαδή ὁ κάτοικος, ὁ λεγόμενος δημότηςʺ .
Οἱ τρεῖς πυλῶνες πάνω στούς ὁποίους στηρίζεται ἡ τοπική αὐτοδιοίκηση περιγράφονται ρητά ἀπό τό Σύνταγμά μας, στό ἄρθρο 102, καί εἶναι:
α) Ἡ ὀργανική αὐτοτέλεια,
β) Ἡ προσωπική αὐτοτέλεια,
καί γ) Ἡ οἰκονομική αὐτοτέλεια.
Ἐπίσης τό Σύνταγμα καθορίζει καί τό γενικό πλαίσιο τῶν σχέσεων μεταξύ Κράτους καί τοπικῆς αὐτοδιοίκησης.
Σκοπός ὅλων αὐτῶν τῶν διατάξεων εἶναι ἡ διοίκηση τῶν τοπικῶν ὑποθέσεων πρός ὄφελος τῶν πολιτῶν καί τῆς κοινωνίας.
Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο παρέχεται καί ἡ δυνατότητα ἐξουσιαστικῆς ἐπιβολῆς μέσα ἀπό τό νόμο καί τίς κυρώσεις πού αὐτός προβλέπει ὅταν οἱ δημότες-πολίτες δέν συμμορφώνονται μέ τίς ἐπιταγές, πού ὁ νόμος ὁρίζει καί ἡ διοίκηση ἐκτελεῖ.
Αὐτή ἡ θεσμική ἐξουσία, ὅπως καί κάθε ἄλλη συνταγματικά καί δημοκρατικά ἀναγνωρισμένη καί κατοχυρωμένη ἐξουσία μέσα στό πολιτειακό μας status, ὑπάρχει γιά νά ὑπηρετεῖ τόν ἄνθρωπο, τίς ἀνάγκες του, τά προβλήματά του καί νά διασφαλίζει ποιότητα ζωῆς καί ὁμαλές συνθῆκες γιά τήν ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητάς του καί γιά τήν ὁμαλή λειτουργία τῆς κοινωνικῆς συμβίωσης.
Κάθε ἄλλη στόχευση μιᾶς θεσμικῆς ἐξουσίας ἀποτελεῖ ἐκτροπή, δημοκρατικό ἐκτροχιασμό, ἄκρως ἐπικίνδυνο γιά τούς πολίτες καί τήν κοινωνία.
Στόν ἄνθρωπο ὅμως ἀπευθύνεται καί ἡ Ἐκκλησία. Στόν κάθε ἄνθρωπο ἀνεξαιρέτως. Στίς ἀνάγκες του, στίς ἀναζητήσεις του, στόν πόνο του, στίς δυσκολίες του, στά μεγάλα ἤ μικρά ζητήματα τῆς ὕπαρξής του.

Σέ αὐτόν τόν ἄνθρωπο ἀπευθύνεται ὁ Χριστός μας δίνοντας τούς ὅρους καί τά ὅρια, γιά νά μπορέσει ὁ ἄνθρωπος νά ζήσει τήν ὄντως ζωή: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐν ὅλῃ τῇ καρδίᾳ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ ψυχῇ σου καὶ ἐν ὅλῃ τῇ διανοίᾳ σου. αὕτη ἐστὶ πρώτη καὶ μεγάλη ἐντολή. δευτέρα δὲ ὁμοία αὐτῇ· ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. ἐν ταύταις ταῖς δυσὶν ἐντολαῖς ὅλος ὁ νόμος καὶ οἱ προφῆται κρέμανται».
Ὅλο τό νόημα τῆς ζωῆς, ἄρα καί ἡ φύση τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκεται σέ αὐτήν τήν προοπτική ζωῆς. Στήν ἀγαπητική κοινωνικότητα καί κινητικότητα τόσο στήν κάθετη ὅσο καί στήν ὀριζόντια διάστασή της. Ἕνας κόσμος πού μπορεῖ νά στρέψει τήν ἐλευθερία του στήν ἀγάπη πρός τόν Θεό καί στήν ἀγάπη πρός τόν ἄλλον ἄνθρωπο εἶναι ἡ Ἐκκλησία.
Αὐτό τό στοιχεῖο διαφοροποιεῖ οὐσιωδῶς τήν Ἐκκλησία ἀπό ὁποιοδήποτε ἄλλο θεσμό τοῦ κόσμου τούτου, γι᾽ αὐτό καί πολλές φορές εἶναι δύσκολο σέ πολλούς νά καταλάβουν καί νά κατανοήσουν τήν
Ἐκκλησία, καί συγχρόνως πολύ εὔκολο νά τήν παρεξηγήσουν, νά τήν δοῦν μέ ἐπιφυλακτικότητα, νά τήν ἀντιμετωπίσουν μέ καχυποψία.
Ἀσφαλῶς ἐμεῖς δέν παρεξηγοῦμε αὐτούς πού δέν μποροῦν νά μᾶς καταλάβουν καί νά μᾶς ἀποδεχθοῦν. Δέν εἶναι εὔκολο κανείς νά κατανοήσει ὅτι μπορεῖ νά ὑπάρχει ἕνας θεσμός πού ἐνῶ τόσο πολύ μπορεῖ καί ὀφείλει νά ὁμοιάζει ἐξωτερικά μέ ὅλους τούς ἄλλους θεσμούς – νά ἔχει συγκεκριμένη θέση στό πολιτειακὸ status, νά ἔχει (αὐτο)διοίκηση, ἐσωτερικό δίκαιο καί κανονιστική νομοθεσία, δομή καί ὀργάνωση, οἰκονομική αὐτοτέλεια καί τεχνογνωσία, κατηρτισμένο προσωπικό καί ἐξειδικευμένα στελέχη – καί συγχρόνως μπορεῖ καί ὀφείλει νά διαφέρει τόσο πολύ ἀπό ὅλους τούς ἄλλους θεσμούς, διότι ἀσκεῖ μία καί μοναδική ἐξουσία: τήν ἐξουσία νά ἀγαπᾶ. Νά ἀγαπᾶ ὁλοκληρωτικά τόν Θεό καί ἀπροϋπόθετα τόν ἄνθρωπο.
Τό πλαίσιο καί τά ὅρια τοῦ ρόλου μας μέσα στήν ζωή τοῦ κόσμου, μᾶς τά ἔθεσε ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας:
«ὅς ἐάν θέλῃ γενέσθαι μέγας ἐν ὑμῖν, ἔσται ὑμῶν διάκονος, καί ὅς ἐάν θέλῃ ὑμῶν γενέσθαι πρῶτος, ἔσται πάντων δοῦλος· καί γάρ ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι, καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» .
Μέ πυξίδα αὐτή τήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ μας προσανατολίζεται ἡ Ἐκκλησία μας καί στό ραγδαῖα μεταβαλλόμενο περιβάλλον τῆς παρούσης ἐποχῆς. Ἐκκοσμίκευση, φονταμενταλισμοί, ἐθνικισμοί, οἰκολογική κρίση, φτώχεια, πόλεμοι, προσφυγιά, ἄσκηση κάθε μορφῆς βίας, οἰκονομικοί ἀνταγωνισμοί, σύγκρουση συμφερόντων, μηδενιστική σχετικοκρατία, δικαιωματοκεντρισμός εἶναι μερικά ἀπό τά κύρια χαρακτηριστικά τοῦ σπαρασσόμενου κόσμου μας.
Ὅλα αὐτά τά χαρακτηριστικά δέν φοβίζουν τήν Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἀντίθετα ἀποτελοῦν μία πρόκληση γιά νά προσφέρει τήν διακονία της.
Ἰδιαίτερα δέ ἡ πολυεπίπεδη κρίση πού μαστίζει τά τελευταῖα ἰδίως χρόνια τήν πατρίδα μας, μέ τήν βαθειά οἰκονομική ὕφεση καί τά παρεπόμενά της, φανέρωσε μέ τόν πλέον ἐμφαντικό τρόπο ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι στήν κυριολεξία ἡ τροφός αὐτοῦ τοῦ ἔθνους, ἡ στοργική μάνα, ἡ ἀνοικτή καί εὐσπλαγχνική ἀγκαλιά, τό ʺπανδοχεῖονʺ τῆς ἀγάπης, στό ὁποῖο χωροῦν οἱ πάντες καί κυρίως οἱ πονεμένοι καί ἀναγκεμένοι ἄνθρωποι, οἱ ἀναξιοπαθοῦντες, οἱ πτωχοί, οἱ ἄστεγοι, οἱ πρόσφυγες, ὅλοι οἱ ἐλάχιστοι ἀδελφοί τοῦ Κυρίου τῶν ὁποίων πλήττεται ἡ ἀξιοπρέπεια καί διακυβεύεται πολλές φορές αὐτό καθ’ ἑαυτό τό δικαίωμα στήν ζωή.
Χάριν αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων ὑπάρχουν καί λειτουργοῦν οἱ δομές τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὀργανισμοί της, τά ἱδρύματά της.
Ἡ «ΑΠΟΣΤΟΛΗ», ὁ κεντρικός φιλανθρωπικός ὀργανισμός τῆς Ἀρχιεπισκοπῆς μας, μέ τίς ἐπιμέρους δομές της, τά Γενικά Φιλόπτωχα Ταμεῖα τῶν Ἱερῶν Μητροπόλεων, τά χιλιάδες Ἐνοριακά Φιλόπτωχα Ταμεῖα, τά χιλιάδες Κέντρα Ἐνοριακῆς Ἀγάπης, τά εὐαγῆ Ἱδρύματα τῆς Ἐκκλησίας μας διακονοῦν μέ θυσιαστική ἀγάπη τόν ἄνθρωπο.
Αὐτή τήν στιγμή σέ ὅλη τή χώρα λειτουργοῦν 3.738 μονάδες, ἐνῶ τό σύνολο τῶν ἐπωφελουμένων φθάνει τά 1.267.147 πρόσωπα.
Τό 2015 μόνο τό ποσό πού δαπανήθηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία γιά τό ἔργο τῆς ἀγάπης ἔφθασε στά 126.041.801,73 Εὐρώ.
Μόνο στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, μέσα ἀπό τίς ἐνορίες καί τά προγράμματα τῆς Ἀποστολῆς, ἔχουν διανεμηθεῖ τά τελευταῖα ἕξι (6) χρόνια 22.644.704 μερίδες φαγητοῦ, οἱ ὁποῖες προσφέρθηκαν σέ ἀνθρώπους ἀνεξαρτήτως φύλου, θρησκείας καί ἐθνικότητας.
Στήν Ἱερά Ἀρχιεπισκοπή Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία καλύπτει μία ἐδαφική δικαιοδοσία δεκατεσσάρων συνολικά δήμων λειτουργοῦν ἀπό τήν Ἐκκλησία 13 γηροκομεῖα, 5 Στέγες φιλοξενίας ἀστέγων, 3 Βρεφονηπιακοί Σταθμοί, τό Καρέλλειο Ἵδρυμα τῆς «Ἀποστολῆς» γιά τό Alzheimer, τό Ἵδρυμα Κόκκορη μέ Στέγες Ὑποστηριζόμενης Διαβίωσης γιά παιδιά μέ σύνδρομο Down, τό Κέντρο Στήριξης Οἰκογένειας τῆς Ἱερᾶς Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἡ Ἑστία Ἀσυνοδεύτων Ἀνηλίκων Προσφύγων τῆς «Ἀποστολῆς», τό «Δημήτρειο» Κέντρο Δημιουργικῆς Ἀπασχόλησης Παιδιοῦ στό Μοσχάτο τῆς «Ἀποστολῆς», δύο Κοινωνικά Φαρμακεῖα, Κοινωνικά Φροντιστήρια καί πολλές ἀκόμη δομές καί προγράμματα, ὅπως τό μεγάλο πρόγραμμα διανομῆς πακέτων τροφίμων τῆς «Ἀποστολῆς», τά προγράμματα γιά τίς πολύτεκνες οἰκογένειες, τά προγράμματα διανομῆς ρουχισμοῦ, τά προγράμματα τῆς στήριξης τῶν ἀστέγων καί πολλά ἄλλα.
Σέ συνεργασία μέ τούς δήμους λειτουργοῦν ἐπιτυχῶς Κοινωνικά Παντοπωλεῖα καί Κοινωνικά Ἰατρεῖα, ἐνῶ ἰδιαίτερα ἀξίζει νά τονίσουμε τήν ἄριστη συνεργασία μας μέ τόν Ἰατρικό Σύλλογο Ἀθηνῶν, ὅπου περισσότεροι ἀπό 400 ἐθελοντές ἰατροί παρέχουν τήν διακονία τους στό Ἰατρεῖο τῆς Κοινωνικῆς Ἀποστολῆς γιά τή διακονία τῶν ἐνδεῶν ἀδελφῶν μας.
Στό ἴδιο πλαίσιο συνεργασίας καί τό πρόγραμμα συλλογῆς φαρμάκων γιά τίς ἀνάγκες τῶν νοσούντων ἀδελφῶν μας.
Τέλος, θά ἤθελα νά σημειώσω καί τό σπουδαῖο πρόγραμμα τῆς «Ἀποστολῆς» σέ συνεργασία μέ διεθνεῖς ἀνθρωπιστικούς ὀργανισμούς, τό ὁποῖο ἀναπτύσσεται αὐτήν τήν περίοδο, γιά τήν ἐκπαίδευση καί κοινωνική ἐνσωμάτωση ἑκατοντάδων ἀνηλίκων προσφύγων, παιδιῶν ἡλικίας ἀπό 3 ἕως 16 ἐτῶν, κυρίως στήν Ἤπειρο καί στήν Μακεδονία, ἀλλά καί ἀλλοῦ.
Ἡ Ἐκκλησία μας, Κυρίες καί Κύριοι, βλέπει τόν ἄνθρωπο. Μέ αὐτό τό βλέμμα ἀπευθύνεται σέ κάθε θεσμό, σέ κάθε δημόσιο ἤ ἰδιωτικό φορέα, σέ κάθε πρόσωπο, στόν κάθε ἄνθρωπο καλῆς προαιρέσεως καί προθέσεως, σέ ὅλους ἀνεξαιρέτως, καί ζητᾶ σύγκλιση, συνεργασία, συνοδοιπορία, συναντίληψη καί συναλληλία.
Ἡ ἱστορία καί ἡ ἐμπειρία τοῦ καθενός ἀπό ἐμᾶς ἔχει ἀποδείξει ὅτι ἡ συμπόρευση καί ἡ συνεργασία φέρνει ὠφέλιμα ἀποτελέσματα, οἰκοδομεῖ κλῖμα ἐμπιστοσύνης, ἑνότητας καί συμβάλλει στήν πρόοδο.
Μέ τήν χάρη τοῦ Θεοῦ ἀξιώνομαι νά συμπληρώνω 50 χρόνια στήν διακονία τοῦ λειτουργήματός μου καί στήν ἐμπειρία τῆς διοίκησης καί διαχείρισης τῶν κοινῶν.
Ἔχω πολλά παραδείγματα νά καταθέσω θετικά καί ἀρνητικά. Παραδείγματα συγκλίσεων ὅπου ὁδήγησαν σέ θαυμαστά ἀποτελέσματα καί παραδείγματα ἀποκλίσεων ὅπου ὁδήγησαν σέ φθορά, σέ παρακμή, σέ χρονοτριβές καί ἐν τέλει σέ στασιμότητα.
Ἐνθυμοῦμαι δύο περιπτώσεις, εἰδικά στό θέμα τῆς συνεργασίας μέ τήν τοπική αὐτοδιοίκηση, ἀπό τήν διακονία μου ὡς Μητροπολίτης Θηβῶν καί Λεβαδείας.
Μία περίπτωση καλῆς συνεργασίας ἡ ὁποία ὁδήγησε σέ ἕνα μοναδικό ἔργο, τό Γηροκομεῖο τῆς Λιβαδειᾶς, ἀπό τά καλύτερα στήν Εὐρώπη.
Καί μία περίπτωση δυσαρμονίας καί ἔλλειψης συνεργασίας, τό ἔργο τοῦ Ἐπισκοπείου, τοῦ Πνευματικοῦ Κέντρου τῆς Δαύλειας, τό ὁποῖο γιά νά ὁλοκληρωθεῖ χρειάστηκαν περισσότερα ἀπό 18 χρόνια!
Ἀσφαλῶς μποροῦμε νά ἀναφέρουμε ἀντίστοιχα πάμπολλα παραδείγματα ἀπό τίς ἐμπειρίες μας ὁ καθένας.
Τό θέμα δέν εἶναι νά ἀναμηρυκάζουμε τό παρελθόν, ἀλλά νά κοιτᾶμε τό τώρα καί πῶς θά πορευθοῦμε στό αὔριο.
Θά κινηθοῦμε μέ ἰδιοτέλειες, μέ ἐγωισμούς, μέ διαιρέσεις, μέ μικρότητες, ἤ μέ ἑνότητα, συνεργασία καί σύμπλευση;
Ἡ Ἐκκλησία μας σταθερά μένει προσηλωμένη στήν δεύτερη ἐπιλογή, στήν ἑνότητα καί συνεργασία.
Ἀλλιῶς εἶναι ἀδιανόητο νά μήν διακονοῦμε μέ αὐτόν τόν τρόπο τόν ἄνθρωπο, εἰδικά μάλιστα σέ αὐτήν τήν τόσο δύσκολη καμπή τῆς ἱστορίας μας.
Πολλοί ἐσφαλμένα νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία διεκδικεῖ γιά τόν ἑαυτό της μερίδιο ἐξουσίας. Νομοθετικῆς ἐννοοῦν; Ἐκτελεστικῆς ἐννοοῦν; Δικαστικῆς ἐννοοῦν; Δέν τό διευκρινίζουν. Εἶναι καί αὐτό ἄλλωστε ἕνα ἰδεολόγημα, ὅπως πολλά ἄλλα τά ὁποῖα ταλαιπώρησαν καί στό παρελθόν καί ταλαιπωροῦν καί σήμερα τήν πολύπαθη πατρίδα μας.

Κι ὅμως ἡ Ἐκκλησία μας δέν διεκδικεῖ καμία ἐξουσία καί καμία δύναμη. Δύναμή της εἶναι ἡ θυσιαστική της ἀγάπη καί αὐτό πού ζητοῦμε καί θέλουμε εἶναι ἀνεμπόδιστα καί ἀπρόσκοπτα νά θυσιαζόμαστε καί ὄχι νά θυσιάζουμε, νά διακονοῦμε καί ὄχι νά ἐξουσιάζουμε, νά προσφέρουμε καί ὄχι νά παίρνουμε, νά ξεκουράζουμε τόν κάθε ἄνθρωπο, νά ἀγαπᾶμε καί νά ἑνώνουμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου