Η αρμοδιότητα για τον ΕΝΦΙΑ στους Δήμους δεν φέρνει την μεγάλη μεταρρύθμιση στην Αυτοδιοίκηση. Άλλος είναι ο δρόμος.




Του Δημήτρη Ι. Κατσούλη


Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας με την εξαγγελία του περί μεταφοράς του ΕΝΦΙΑ στην Αυτοδιοίκηση πυροδότησε αντιπαραθέσεις σχετικά με την συνταγματικότητα και την σκοπιμότητα αυτού του μέτρου. Στη συνάντηση μάλιστα με το Διοικητικό Συμβούλιο της ΚΕΔΕ υπήρξε πιο διαφωτιστικός. Χαρακτηριστική η αποστροφή των θέσεων που διέρευσαν στον τύπο: «Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι μια τέτοια πρωτοβουλία ενδυναμώνει την αυτονομία, την ανταποδοτικότητα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Ο πολίτης μπορεί να αντιλαμβάνεται πολύ καλύτερα που πηγαίνουν τα χρήματα τα οποία ο ίδιος πληρώνει και ο αιρετός, βέβαια, λογοδοτεί και για τα έσοδα αλλά και για τις δαπάνες. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι με αυτό τον τρόπο ενδυναμώνεται η ίδια η πρόσβαση των πολιτών στα κέντρα λήψης των αποφάσεων».
Στον αντίλογο προκρίθηκε πέραν της  αντισυνταγματικότητας  και η επαύξηση των ανισοτήτων μεταξύ πλούσιων και πτωχών περιοχών. Το γεγονός μάλιστα ότι την θέση επικρότησαν γνωστοί «νεοφιλελεύθεροι» πολιτικοί και την απέκρουσαν γνωστοί «κρατιστές» αναδεικνύει την βαθύτερη, στρατηγικής σημασίας, προοπτική της.
Για να εξηγούμαστε:
Η πρόταση Μητσοτάκη ενώ εμπίπτει υπό προϋποθέσεις στους ορισμούς του άρθρου 102, παρ.5 Συντ  τελικά προσκρούει στην επιταγή του άρθρου 78, παρ. 4. Συντ.

Συγκεκριμένα: Το σύνταγμα στο άρθρο 102, παρ.5. ορίζει ότι  «Το Κράτος λαμβάνει τα νομοθετικά, κανονιστικά και δημοσιονομικά μέτρα που απαιτούνται για την εξασφάλιση της οικονομικής αυτοτέλειας και των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής και την άσκηση των αρμοδιοτήτων των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης με ταυτόχρονη διασφάλιση της διαφάνειας κατά τη διαχείριση των πόρων αυτών. Νόμος ορίζει τα σχετικά με την απόδοση και κατανομή, μεταξύ των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, των φόρων ή τελών που καθορίζονται υπέρ αυτών και εισπράττονται από το Κράτος. Κάθε μεταβίβαση αρμοδιοτήτων από κεντρικά ή περιφερειακά όργανα του Κράτους προς την τοπική αυτοδιοίκηση συνεπάγεται και τη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τον καθορισμό και την είσπραξη τοπικών εσόδων απευθείας από τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης.»
Στο άρθρο 78, παρ. 1 και 4 Συντ. ορίζεται ότι  «1. Kανένας φόρος δεν επιβάλλεται ούτε εισπράττεται χωρίς τυπικό νόμο που καθορίζει το υποκείμενο της φορολογίας και το εισόδημα, το είδος της περιουσίας, τις δαπάνες και τις συναλλαγές ή τις κατηγορίες τους, στις οποίες αναφέρεται ο φόρος....4. Tο αντικείμενο της φορολογίας, ο φορολογικός συντελεστής, οι απαλλαγές ή εξαιρέσεις από τη φορολογία και η απονομή των συντάξεων δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο νομοθετικής εξουσιοδότησης. Δεν είναι αντίθετος προς την απαγόρευση αυτή ο καθορισμός με νόμο του τρόπου που βεβαιώνεται η συμμετοχή του Kράτους και των δημόσιων γενικά οργανισμών στην αυτόματη υπερτίμηση, που προκαλείται αποκλειστικά από την εκτέλεση δημόσιων έργων στην παρακείμενη ιδιωτική ακίνητη περιουσία.»  
Συνεπώς  δεν μπορούν να αποφασίζουν οι Δήμοι για το ύψος του συντελεστή ενός φόρου ακίνητης περιουσίας έτσι ώστε αυτό να αποτελέσει "εφαλτήριο" της οικονομικής τους αυτοτέλειας και της τοπικής αυτονομίας.  Συνακόλουθα, όσο ισχύει αυτός ο συνταγματικός κανόνας δεν έχει κανένα νόημα η είσπραξή του φόρου απευθείας δεδομένου ότι οι Δήμοι δεν διαθέτουν εισπρακτικό μηχανισμό ούτε αποτελεί προτεραιότητα όσο δεν μπορούν να καθορίζουν αυτοί τον συντελεστή του φόρου (Βλ.  και Σωτηρέλης: Ο ΕΦΝΙΑ δεν μπορεί να περάσει στη Τοπική Αυτοδιοίκηση όπως ισχυρίζεται ο Μητσοτάκης www.documentonews.gr/article/swthrelhs-o-efnia-den-mporei-na-perasei-sth-topikh-aytodioikhsh-opws-isxyrizetai-o-mhtsotakhs ). Ενόψει της Συνταγματικής Αναθεώρησης το ζήτημα έχει τεθεί από την πρόταση για το "καινοτόμο Σύνταγμα" του Στεφ. Μάνου και άλλων πλην όμως χρειάζεται να αναδειχθούν όλες οι πτυχές του υπό το πρίσμα της τοπικής αυτονομίας και αλλαγής στη δομή και στη λειτουργία του πολιτικοδιοικηιτκού συστήματος, μία συζήτηση που έχει και άλλο δρόμο...
Εκείνο όμως που μπορεί να εφαρμοστεί άμεσα και χωρίς κανέναν συνταγματικό περιορισμό, διότι εμπίπτει στους ορισμούς της παρ. 5 του άρθρου 102 Συντ, είναι η απόδοση των πόρων του ΕΝΦΙΑ όπως και άλλων φόρων στους ΟΤΑ αφού προηγουμένως τους εισπράξει το Κράτος. Κάτι ανάλογο ήταν και η φιλοσοφία των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων η κατάργηση των οποίων, υπό οποιαδήποτε μορφή, όπως ήταν η αρχική αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη ως αντικατάσταση από τον ΕΝΦΙΑ, εκτός από αντίθετη προς το Σύνταγμα είναι και προδήλως πολιτικά ατυχής. Υποδηλώνει  πάντως το βαθύτερο ιδεολογικοπολιτικό υπόβαθρο της πρότασής του: Μεταφέρω έναν «μισητό» φόρο στους ΟΤΑ και τους αφαιρώ τους ανάλογους πόρους για να μην αυξηθεί τελικά η οικονομική τους ευμάρεια καθ΄ότι δεν σκοπεύω να μεταφέρω και αντίστοιχη εξουσία αποκεντρώνοντας το Κράτος. Αυτό θα το κάνω κάτι άλλο…

Το άρθρο 102, παρ. 5 Συντ. καταστρώνει όλους τους όρους με τους οποίους ο κοινός νομοθέτης μπορεί να διασφαλίσει την οικονομική αυτοδυναμία των ΟΤΑ. Επιτρέπει μάλιστα την φορολογική αποκέντρωση υπό τους περιορισμούς του άρθρου 78, παρ.1 και 4 Συντ, για τον καθορισμό και φόρων και τελών που εισπράττονται υπέρ αυτών, λαμβάνοντας υπόψη δυο βασικές αρχές: την αρχή της οικονομικής αυτοτέλειας και την αρχή της εξασφάλισης των πόρων που είναι αναγκαίοι για την εκπλήρωση της αποστολής τους, αρχή που μετουσιώνεται ως αρχή της ανακατανομής προς όφελος των ασθενέστερων πληθυσμιακά και αναπτυξιακά περιοχών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο τίθεται τόσο η φορολογική αποκέντρωση όσο και η είσπραξη εσόδων που καθορίζονται από τους ίδιους τους ΟΤΑ ως απόρροια της τοπικής τους αυτονομίας.

Η θέσπιση τοπικών πόρων ακόμη και όταν πρόκειται για τη δυναμική φορολογία της ακίνητης περιουσίας αποτελεί όντως μέτρο ενίσχυσης της τοπικής αυτονομίας καθώς και της πολιτικής ευθύνης των αιρετών οργάνων της Αυτοδιοίκησης αλλα είναι αλήθεια ότι χωρίς την συνδρομή όλων των άλλων μέτρων που ορίζει ο συντακτικός νομοθέτης η τοπική αυτονομία, η πολιτική ευθύνη και η λογοδοσία παραμένουν "ένα πουκάμισο αδειανό".

Από την άλλη πλευρά η αντίληψη που κατανοεί  την επιταγή του Συντάγματος ως κρατική εξουσία αυστηρής κατανομής των πόρων και μάλιστα με όρους ισοπεδωτικούς, είναι εξίσου ανεδαφική και ιδεολογικοπολιτικά φορτισμένη και αρτηριοσκληρωτική διότι παραπέμπει στην προς των ΚΑΠ (1989) κατάσταση. Εάν τελικά η έννοια της κρατικής οικονομικής ενίσχυσης των ΟΤΑ φθάνει στο σημείο να αποστεώνει την τοπική αυτονομία, και υπό την μορφή της θέσπισης πολιτικής στοχοθεσίας που περιλαμβάνει μεταξύ των άλλων την  τοπική προγραμματική συμφωνία για αύξηση πόρων με τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας, τότε η Αυτοδιοίκηση μετατρέπεται σε κρατική αποκεντρωμένη υπηρεσία και η τοπική δημοκρατία εκμηδενίζεται.

Συμπερασματικά, η πρόταση για την θέσπιση ενός και μοναδικού Φόρου Ακίνητης Περιουσίας ο οποίος είτε αποδίδεται είτε εισπράττεται από την πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση είναι μία βάση για συζήτηση. Η τοπική αυτοδιοίκηση στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, που έχουν καλύτερη Αυτοδιοίκηση από τη δική μας, διαχειρίζεται την φορολογία της ακίνητης περιουσίας. Είναι η ώρα αυτό να γίνει και στην Ελλάδα. Δεν αρκεί όμως αυτό. Ούτε οδηγεί αυτονοήτως στην ανεξαρτησία των Δήμων από το Κεντρικό  Κράτος. Επίσης δεν μπορεί να είναι μόνο ένα αποσπασματικό μέτρο διότι εύκολα γίνεται απλό πυροτέχνημα. Πρέπει να είναι το μέρος ενός συνολικού σχεδίου φορολογικής αποκέντρωσης το οποίο πρέπει να συνδέεται άρρηκτα με την κορυφαία μεταρρύθμιση:  Το γκρέμισμα του συγκεντρωτικού κράτους και  το κτίσιμο στη θέση του ενός πολυεπίπεδου συστήματος δημοκρατικής διακυβέρνησης που βασίζεται στο Επιτελικό Κράτος, στις Περιφέρειες και στους Δήμους. Αυτές τις Τομές Δημοκρατίας και Αποκέντρωσης έχει ανάγκη ο τόπος  για να ανορθωθεί με τους πολίτες συμμέτοχους και πρωταγωνιστές.

Σε αυτό το μοντέλο του δημοκρατικού, συμμετοχικού και πολυεπίπεδου πολιτικοδιοικητικού συστήματος κυριαρχεί η πολιτική ευθύνη, η διαφάνεια  και η λογοδοσία. Αυτή είναι η μεγάλη προοδευτική μεταρρύθμιση. Συνεπώς η πρόταση για τον ΕΝΦΙΑ δεν έχει καμία αξία  όταν αποκόβεται από το συνολικό σχέδιο αλλαγής του Κράτους. Αυτό πρέπει να το προσέξουμε ιδιαίτερα όσοι νοιαζόμαστε για την προοδευτική αλλαγή στην χώρα. Γιατί για μας τους προοδευτικούς πολίτες το πρόβλημα δεν είναι η ποσότητα και η έκταση του Κράτους αλλά η δημοκρατική, συμμετοχική δομή και η ποιότητά του. Κράτος αποκεντρωμένο, συμμετοχικό με αξιοκρατία, διαφάνεια και λογοδοσία. Αυτό είναι το προοδευτικό διακύβευμα της Αυτοδιοίκησης στην Ευρώπη και αυτό πρέπει να γίνει και στην Ελλάδα.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου