Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ


Δημήτρης Ι. Κατσούλης



Το κειμενο βασίζεται στην ομιλία  στην Ημερίδα/Συζήτηση με θέμα: «ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ. ΤΟΜΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ» που διοργάνωσε η Περιφερειακή Παράταξη «Δύναμη Ζωής»την 23η Ιανουαρίου 2023 στο Δημαρχείο Περιστερίου

 


Η Περιφέρεια, η περιφερειακή αυτοδιοίκηση, είναι εκ προοιμίου ο θεσμός στον οποίο συναντάται η εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής με την άσκηση των αναπτυξιακών πολιτικών που είτε ανήκουν ήδη στον κύκλο αρμοδιοτήτων της Περιφέρειας είτε προσδοκούμε ότι στο μέλλον θα μεταβιβαστούν, θα επαυξηθούν και θα καταστήσουν τον θεσμό κατ΄εξοχήν πεδίο αναπτυξιακής διακυβέρνησης.

Η Περιφέρεια, ως θεσμός αυτοδιοίκησης, προορίζεται να εξελιχθεί επίσης και σε πεδίο συμμετοχικής διακυβέρνησης των αναπτυξιακών πολιτικών. Αυτός ο ρόλος όμως δεν είναι a priori δεδομένος. Η Περιφέρεια, για την οποία θα γίνει εν συνεχεία λόγος, προϋποτίθεται ότι βρίσκεται στο επίκεντρο της πολυεπίπεδης δομής του Κράτους και λειτουργεί ως μέρος ενός συστήματος πολυεπίπεδης δημοκρατικής διακυβέρνησης. Σήμερα όμως  απέχει παρασάγγας από αυτόν τον ρόλο.

 

Η Περιφέρεια είναι «ηλικιακά» νέος θεσμός καθώς έκανε τα πρώτα βήματά του μετά την θεσμοθέτησή του με τον Ν.3852/2010 (Καλλικράτης) και πραγματώθηκε με αυτήν ένα πάγιο αίτημα της Αυτοδιοίκησης (βλ. και Συνέδριο ΚΕΔΚΕ 2009 στην Κυλλήνη) ενώ έγινε σε νομοθετικό επίπεδο ένα βήμα προσέγγισης του ευρωπαϊκού κεκτημένου της Αυτοδιοίκησης. Σε καμία όμως περίπτωση η «νεότητα» του θεσμού δεν δικαιολογεί την επελθούσα υστέρηση στην εξέλιξή του.

Η γενικευμένη και πολύμορφη κρίση που μάστισε και μαστίζει την Ελλάδα από το 2010 έως και σήμερα (οικονομική, υγειονομική, ενεργειακή κ.ο.κ), η δραματική περικοπή των δαπανών σε βάρος της Αυτοδιοίκησης, η ενίσχυση της χειραγώγησης του θεσμού από την Κεντρική Κυβέρνηση, αντί της χειραφέτησης που ήταν το ζητούμενο για κίνημα της Αυτοδιοίκησης όταν ζητούσε την δημιουργία ισχυρών Δήμων και ισχυρής Περιφέρειας,  είχε ως γενικό αποτέλεσμα την υποχώρηση της Αυτοδιοίκησης, πρώτου και δευτέρου βαθμού, έναντι του κεντρικού κράτους, την περιθωριοποίηση και την περαιτέρω ενίσχυση του συγκεντρωτισμού.

Έλλειψη πόρων, περιορισμένη αποκέντρωση, ενίσχυση της Αποκεντρωμένης Διοίκησης σε βάρος των Περιφερειών είναι μερικά από τα «πάθη» της περιφερειακής Αυτοδιοίκησης στην δωδεκαετία της κρίσης.

Παράλληλα όμως η Περιφέρεια ως ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ Κεντρικής Κυβέρνησης και Δήμων, διασώζεται από την δραματική περιθωριοποίηση που χαρακτηρίζει την πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση διότι κατόρθωσε να κρατήσει ως «κληρονόμος» της κρατικής Περιφέρειας την διαχείριση των Περιφερειακών Προγραμμάτων στα διαχρονικά ΕΣΠΑ και να γίνει υποδοχέας μεταβίβασης μέρους των πόρων και των Τομεακών Προγραμμάτων. Οι Διαχειριστικές Αρχές των Περιφερειών με επικεφαλής ουσιαστικά τον Περιφερειάρχη διότι αυτός εγκρίνει τις πράξεις  ένταξης των δράσεων, καθίστανται ισχυρές δομές διαχείρισης των κοινοτικών πόρων  και ο Περιφερειάρχης ενισχύεται ως αυτοδύναμος θεσμός αποκεντρωμένης εξουσίας διότι υπογράφοντας τις πράξεις ένταξης απολαμβάνει την ευγνωμοσύνη των ιδιωτών δικαιούχων στα Προγράμματα ενίσχυσης της Επιχειρηματικότητας καθώς και των Δημάρχων στα Προγράμματα ένταξης δράσεων που αφορούν έργα κυρίως ή υπηρεσίες. Ως προς τους Δημάρχους, δημιουργείται σε αρκετές περιπτώσεις η εντύπωση ή συμβαίνει στην πραγματικότητα, μία πολιτική πελατειακή σχέση με τον Ηγέτη της Περιφέρειας όχι όμως ως Ηγέτη του Θεσμού αλλά ως υπογράφοντα τις πράξεις ένταξης χρηματοδοτούμενων από τους κοινοτικούς πόρους δράσεων.

Η εξάρτηση με αυτή την μορφή διευρύνεται περαιτέρω και στην κατανομή των πόρων του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων όπου η δραματική μείωση της ΣΑΤΑ στους Δήμους καθιστά το Πρόγραμμα αυτό κύρια πηγή χρηματοδότησης δημοτικής εμβέλειας έργων που όμως προγραμματίζονται και κατά κανόνα εκτελούνται από την Περιφέρεια, με την χρήση του θεσμού των Προγραμματικών Συμβάσεων.

Έτσι, ενώ μεταξύ των δύο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης υποτίθεται ότι λειτουργεί η συναλληλία (ατυχής έννοια δανεισμένη από το εκκλησιαστικό δίκαιο), στην πράξη διαμορφώνεται πελατειακή σχέση και σε κάθε περίπτωση σχέση εξάρτησης. Σε τελική ανάλυση, πάντως αυτή δεν είναι η σχέση συνεργασίας που αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό της εταιρικής σχέσης σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας.

 

Ως προς το νομικό πεδίο η Περιφέρεια ως θεσμός Αυτοδιοίκησης διέπεται κυρίως από τις διατάξεις του άρθρου 102 Συντ. και ως εκ τούτου είναι φορέας πολιτικής-διοικητικής αυτοτέλειας αλλά και πεδίο εφαρμογής της δημοκρατικής αρχής η οποία πραγματώνεται καταρχήν με την εκλογή των οργάνων του περιφερειακού συστήματος διακυβέρνησης αλλά και με την εφαρμογή θεσμοθετημένων διαδικασιών συμμετοχής των πολιτών και των φορέων της περιφερειακής οικονομίας και κοινωνίας στην λήψη κρίσιμων αποφάσεων (περιφερειακό δημοψήφισμα, επιτροπή διαβούλευσης κ.ο.κ) που όμως ενώ θεσμοθετήθηκαν με τον Ν.3852/2010, υποβαθμίζονται στην πραγματική πολιτική ζωή της Περιφέρειας και κατά κανόνα «αγνοούνται».

 

Με  δεδομένο το συνταγματικό πλαίσιο, ο κοινός νομοθέτης οργάνωσε την Περιφέρεια ως προς τις δομές και κυρίως ως προς το σύστημα διακυβέρνησης αντιγράφοντας όσα διαχρονικά εφαρμόζονται στην πρωτοβάθμια Αυτοδιοίκηση. Αυτή η επιλογή ξεκίνησε από την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση (1994) και συνεχίστηκε με την Περιφέρεια (2010). Πρόκειται καταρχήν για μία μηχανιστική νομοθετική διαδικασία η οποία δεν λαμβάνει υπόψη τον διαφορετικό ρόλο και αποστολή του κάθε επιπέδου τοπικής αυτοδιοίκησης η οποία απαιτεί ανάλογη δομική συγκρότηση. Αυτή η μηχανιστική, ίσως και ισοπεδωτική, νομοθετική πρακτική λειτουργεί σε βάρος της Περιφέρειας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Περιφερειακό Συμβούλιο. Θεσμοθετείται καθ΄ εικόνα και ομοίωση του  Δημοτικού Συμβουλίου. Όμως ένα βουλευόμενο όργανο στο ενδιάμεσο πεδίο μεταξύ Κέντρου και Δήμων καταπονείται στην συζήτηση και λήψη Αποφάσεων για θέματα ήσσονος σημασίας σε επίπεδο Περιφέρειας και (όταν δεν λαμβάνεται πρωτοβουλία για συνεχείς συνεδριάσεις πέραν των ελαχίστων που απαιτεί ο νόμος) δεν έχει ούτε τον χρόνο αλλά ούτε και στο στάδιο προεργασίας για να επεξεργαστεί μείζονα ζητήματα προγραμματικής στοχοθεσίας και ελεγκτικού ρόλου ή κρίσιμες αποφάσεις ανώτατης διοίκησης.

Ομοίως δομήθηκε η Οικονομική Επιτροπή και οι λοιπές Διοικητικές Επιτροπές κατά αντιγραφή της Οικονομικής Επιτροπής και της Επιτροπής Ποιότητας Ζωής  των Δήμων. Ομοίως επίσης υποβαθμίστηκε ο ρόλος της Εκτελεστικής Επιτροπής όπως συμβαίνει και στους Δήμους. Ακόμη και ο θεσμός των Αντιπεριφερειαρχών αντιγράφει τον θεσμό των Αντιδημάρχων.

Κατά την γνώμη μου το σύστημα διακυβέρνησης και στους δύο βαθμούς χρειάζεται ριζική μεταρρύθμιση (βλ. Δημήτρη Κατσούλη, Τομές Αυτοδιοίκησης, Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες πέρα από τον «Καλλικράτη» και την «Κλεισθένη 1», Αθήνα 2019). Εν προκειμένω στην Περιφέρεια πρέπει να ανασυγκροτηθεί ο ρόλος του Περιφερειακού Συμβουλίου με τεκμήριο αρμοδιότητας στον προγραμματισμό, έλεγχο των πολιτικών και υπηρεσιακών εκτελεστικών οργάνων της Περιφέρειας, και με κανονιστικές αρμοδιότητες. Το Περιφερειακό Συμβούλιο χρειάζεται να «δανειστεί» στοιχεία του «κοινοβουλευτικού ελέγχου» από το κοινοβουλευτικό δίκαιο. Η Εκτελεστική Επιτροπή να αναχθεί σε οιωνεί «Περιφερειακή Κυβέρνηση» υπαγόμενη στον πολιτικό έλεγχο του Περιφερειακού Συμβουλίου εφαρμόζοντας χωρίς υπεκφυγές την Λογοδοσία στην λειτουργία της Περιφέρειας.

 

Πηγή δικαίου και για την Περιφέρεια είναι ο Ευρωπαϊκός Χάρτης Τοπικής Αυτονομίας, η κανονιστική συμπύκνωση του ευρωπαϊκού κεκτημένου της Αυτοδιοίκησης που μόλις το 2018, με τον Ν.4555/2018 «αγκάλιασε» πλήρως και την Περιφέρεια στην χώρα μας. Κατεξοχήν στην Περιφέρεια η ρύθμιση των δημοσίων πολιτικών που ανήκουν στον κύκλο αρμοδιότητάς της επιβάλλουν την άσκηση εξουσιών κανονιστικού περιεχομένου καθώς με αυτόν τον τρόπο μπορεί να πραγματωθεί η «ρύθμιση» των δημοσίων αυτών υποθέσεων από την Περιφέρεια ως φορέα Τοπικής Αυτονομίας, δηλαδή κατά τα συνταγματικά εγχώρια, ως φορέα πολιτικής και διοικητικής αυτοτέλειας και κανονιστικής εξουσιοδότησης.

Οι κανονιστικές αρμοδιότητες των Περιφερειών στην ελληνική έννομη τάξη είναι terra ingognita γεγονός που βαθαίνει το δημοκρατικό έλλειμα καθώς και την απόσταση από το ευρωπαϊκό κεκτημένο της Αυτοδιοίκησης.

 

Ειδικής βαρύτητας πεδίο για την Περιφέρεια, ως ενδιάμεσο επίπεδο δημοκρατικά νομιμοποιημένης εξουσίας, αποτελεί το σύστημα των επιταγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση όπως αυτή ορίζεται στην Λευκή Βίβλο για την Πολυεπίπεδη Διακυβέρνηση της Επιτροπής Περιφερειών (ΛΕΥΚΗ ΒΙΒΛΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΥΕΠΙΠΕΔΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΩΝ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΩΝ (2009/C 211/01)) ή και σε μεταγενέστερα θεσμικά κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ιδίως της Επιτροπής Περιφερειών όπως ο «Χάρτης για την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση στην Ευρώπη» (2014/C 174/01)

Επειδή, όπως αναφέρουμε κατωτέρω, η έννοια της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης απασχόλησε προσφάτως τον Έλληνα νομοθέτη (Ν.5013/2023), αξίζει να φωτίσουμε την πραγματική έννοια όπως καταστρώνεται στο πολιτικό και νομοθετικό πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να διαπιστώσουμε το εύρος της ψευδεπίγραφης και «κακοποιητικής» χρήσης εννοιών και θεσμικών συστημάτων στην σύγχρονη εγχώρια έννομη τάξη.

Στην Λευκή Βίβλο ως  «πολυεπίπεδη διακυβέρνηση», εννοείται «η συντονισµένη δράση της Ένωσης, των κρατών µελών και των τοπικών και περιφερειακών αρχών, η οποία βασίζεται στην εταιρική σχέση και στοχεύει στην χάραξη και υλοποίηση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η έννοια αυτή συνεπάγεται την αµοιβαία ευθύνη των επιµέρους επιπέδων διακυβέρνησης, ενώ στηρίζεται σε όλες τις πηγές δηµοκρατικής νοµιµότητας και στην αντιπροσωπευτικότητα των ενδιαφερόµενων παραγόντων».

Ομοίως στον «Χάρτη για την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση στην Ευρώπη» (2014/C 174/01) ορίζεται ότι: «Υποστηρίζουμε την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση στην Ευρώπη, ως «αρχή που συνίσταται στη συντονισμένη δράση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των κρατών μελών και των τοπικών και περιφερειακών αρχών, με βάση τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, καθώς και τη σύμπραξη που γίνεται πράξη χάρη σε μια λειτουργική και θεσμοποιημένη συνεργασία κατά τον σχεδιασμό και την υλοποίηση των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Στην προσπάθεια αυτή, σεβόμαστε πλήρως την ισότητα της νομιμοποίησης και των ευθυνών κάθε επιπέδου, καθώς και την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας.»

Η Επιτροπή Περιφερειών ορίζει ότι:  «Η έννοια αυτή συνεπάγεται την αμοιβαία ευθύνη των επιμέρους επιπέδων διακυβέρνησης, ενώ στηρίζεται σε όλες τις πηγές δημοκρατικής νομιμότητας και στην αντιπροσωπευτικότητα των ενδιαφερόμενων παραγόντων. Μέσω μίας σφαιρικής προσέγγισης, επιτυγχάνει την από κοινού συμμετοχή των διαφορετικών επιπέδων διακυβέρνησης στη διατύπωση των κοινοτικών πολιτικών και της κοινοτικής νομοθεσίας, με τη χρήση διαφόρων μηχανισμών (διαβούλευση, αναλύσεις εδαφικού αντικτύπου κλπ.).

……..Συνεπώς, η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση αντιπροσωπεύει ένα πολιτικό πλέγμα οργάνωσης της δράσης μάλλον, παρά έναν νομικό μηχανισμό και δεν μπορεί να νοηθεί αποκλειστικά υπό το πρίσμα του καταμερισμού των αρμοδιοτήτων.»

Προηγήθηκε το 2001 η Λευκή Βίβλος για την Ευρωπαϊκή Διακυβέρνηση (Λευκή βίβλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής COM(2001) 428 τελικό) και προσδιορίστηκαν οι πέντε αρχές στις οποίες αυτή βασίζεται η χρηστή διακυβέρνηση : διαφάνεια, συμμετοχή, λογοδοσία, αποτελεσματικότητα και συνοχή. Χρειάστηκε να έρθει ο νομοθέτης του Ν.3852/2020 για να καταστρώσει και στο εσωτερικό δίκαιο της Αυτοδιοίκησης την εφαρμογή αυτών των αρχών. Η πραγμάτωση όμως στην πράξη ματαιώθηκε ή καρκινοβατεί.

Η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση υλοποιεί, επεκτείνει και συμπληρώνει αυτές τις αρχές, με τον σεβασμό στην αρχή της επικουρικότητας, με την οποία αποφεύγεται η συγκέντρωση των αποφάσεων σε ένα και μοναδικό επίπεδο εξουσίας και διασφαλίζεται ότι οι πολιτικές χαράσσονται και υλοποιούνται στο πλέον ενδεδειγμένο επίπεδο. «Ο σεβασμός της αρχής της επικουρικότητας και η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση είναι έννοιες άρρηκτα συνδεδεμένες: η μία αφορά τις αρμοδιότητες των διαφορετικών επιπέδων εξουσίας και η άλλη δίνει έμφαση στην διαδραστικότητά τους».

 

Στην συνέχεια αναφέρεται ότι «Η επικουρικότητα, η αναλογικότητα, η εγγύτητα, η εταιρική σχέση, η συμμετοχή, η αλληλεγγύη, η αμοιβαία εμπιστοσύνη είναι διαρθρωτικές αρχές, οι οποίες διαπνέουν και καθοδηγούν την κοινοτική δράση.  Καθορίζουν το ευρωπαϊκό πρότυπο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων, στα οποία συγκαταλέγονται η περιφερειακή και τοπική αυτονομία και ο σεβασμός της πολυμορφίας.  Η προώθηση και η προάσπιση του συγκεκριμένου προτύπου προϋποθέτει την συνυπευθυνότητα όλων των επιπέδων εξουσίας.»

Η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση δεν σημαίνει μόνο μεταβίβαση ευρωπαϊκών ή εθνικών στόχων σε τοπική ή περιφερειακή δράση, αλλά κυρίως αποτελεί μια διαδικασία ενσωμάτωσης των στόχων των περιφερειακών και τοπικών αρχών στις στρατηγικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  «Η πολυεπίπεδη διακυβέρνηση πρέπει, επίσης, να ενισχύει και να διαμορφώνει τις αρμοδιότητες των περιφερειακών και τοπικών αρχών σε εθνικό επίπεδο και να διευκολύνει τη συμμετοχή τους στο συντονισμό της ευρωπαϊκής πολιτικής, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτό στην επεξεργασία και στην υλοποίηση των κοινοτικών πολιτικών.»

 

Επανερχόμαστε στην Περιφέρεια. Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, είναι σαφές ότι ο εγχώριος  κοινός νομοθέτης τηρώντας τις αρχές του ευρωπαϊκού κεκτημένου της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης, οφείλει να  οργανώσει το ελληνικό σύστημα της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης καταστρώνοντας την συνταγματική αρχή της εποπτείας ως εταιρική σχέση Κεντρικής Κυβέρνησης, Περιφέρειας και Δήμων μεταξύ τους και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πραγματική εφαρμογή της πολυεπίπεδης διακυβέρνησης διέρχεται υποχρεωτικά από την ενδυνάμωση της Αυτοδιοίκησης και εν προκειμένω την θεσμική και επιχειρησιακή ενίσχυση της Περιφέρειας ως ενδιάμεσου θεσμού μεταξύ Κεντρικού Κράτους και Δήμων. Προφανώς δεν υπάρχει πολυεπίπεδη διακυβέρνηση χωρίς πραγματικό επιτελικό κράτος.

Τα τελευταία χρόνια με αφορμή και ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων κρίσεων έχει ενισχυθεί ο συγκεντρωτισμός στο πλέον συγκεντρωτικό κράτος της Ευρώπης. Ενώ η θεσμική μας πορεία έπρεπε να είναι προς τις επιταγές της Ευρωπαϊκής Πολιτικο διοικητικής Δομής, απομακρυνόμαστε και τελικά απέχουμε παρασάγγας από αυτήν. Οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες είτε παραπέμπουν στις καλένδες πορίσματα επιτροπών που αναγγέλλονται διθυραμβικά όπως η Επιτροπή Κοντιάδη και εν συνεχεία οι προτάσεις αραχνιάζουν στο συρτάρι ή ακολουθώντας την πρακτική της θεσμοθέτησης του συγκεντρωτικού πρωθυπουργικού συστήματος με τον ψευδεπίγραφο τίτλο του «επιτελικού κράτους»  ονομάζουν  πολυεπίπεδη διακυβέρνηση «το ενιαίο λειτουργικά διοικητικό πλέγμα, στο πλαίσιο του οποίου διασφαλίζεται, κυρίως με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών της πληροφορικής και της επικοινωνίας (ΤΠΕ), η συστημική συνεργασία των διοικητικών επιπέδων, κάθετα και οριζόντια ανά δημόσια πολιτική», και συγκροτούν έναν ακόμη υπουργικοκεντρικό μηχανισμό δήθεν εφαρμογής της αποκέντρωσης περισσότερο ως ανάχωμα στην απαίτηση για πραγματική αποκέντρωση παρά ως πολιτική βούληση για την εφαρμογή της ως «μητέρας των μεταρρυθμίσεων»λ. Δημήτρης Κατσούλης Τομές Αυτοδιοίκησης ό.π.). Αυτό είναι το περιεχόμενο, τα όρια και η αποστολή του πολύ πρόσφατου Ν.5013/2023 «Πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, διαχείριση κινδύνων στον δημόσιο τομέα και άλλες διατάξεις» ΦΕΚ 12 Α /19.1.2023.

 

Τούτων λεγχθέντων καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι μόνος δρόμος για την προσέγγιση στο ευρωπαϊκό κεκτημένο της Πολυεπίπεδης Διακυβέρνησης, στο οποίο άλλωστε ενσωματώνεται και το ευρωπαϊκό κεκτημένο  Αυτοδιοίκησης, είναι ο δρόμος που οδηγεί στην θεσμική και πολιτική κατοχύρωση της Ισχυρής Αυτοδιοίκησης με εξουσίες, πόρους και ανθρώπινο δυναμικό και με κατάστρωση εταιρικής σχέσης με ένα πραγματικά επιτελικό κράτος και με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Στον δρόμο αυτό ο προορισμός του θεσμού της Περιφέρειας είναι σημαντικός καθώς αποτελεί το ενδιάμεσο πεδίο και συνεπώς τον ισχυρό κρίκο στον οποίο μπορεί να θεμελιωθεί η πολυεπίπεδη δημοκρατική διακυβέρνηση. Αυτή έξαλλου είναι και η προοπτική της ανάδειξής της Περιφερειακής Αυτοδιοίκησης σε θεσμό συνάντησης της Δημοκρατίας και της Ανάπτυξης.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου