Η πρόσφατη ανακοίνωση των οκτώ αξόνων της πρότασης του Υπουργείου
Εσωτερικών για την μεταρρύθμιση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση και η αναμενόμενη
παρουσίαση του πορίσματος της Ειδικής Επιτροπής πρόκειται να πυροδοτήσει εκ
νέου την πολεμική γύρω από τις θεσμικές αλλαγές στους Δήμους και τις
Περιφέρειες. Εμείς επιμένουμε πάντως ότι αυτό που χρειάζεται είναι ο διάλογος
και η σε βάθος μελέτη των προτεινόμενων αλλαγών και όχι η ρηχή αντιπαράθεση με
όρους μάλιστα που καθορίζονται από το παραπαίον κεντρικό πολιτικό σύστημα.
Χρειάζεται όμως και η ανάδειξη τόσο της κατεύθυνσης όσο και των βασικών αρχών
που πρέπει να διέπουν την μεταρρύθμιση. Παρότι της προσδοκώμενης προοδευτικής
μεταρρύθμισης "οι καιροί ού μενετοί" ο διάλογος πρέπει να είναι
ουσιαστικός και χωρίς παρωπίδες και υστεροβουλίες αλλά πάντα με συνέπεια σε
αρχές και στόχους. Αυτό για την Αυτοδιοίκηση σημαίνει πρώτα απ όλα μετατόπιση
στο κέντρο του πολιτικού και διοικητικού συστήματος με καταξίωση της
Πολυεπίπεδης Δημοκρατικής Διακυβέρνησης το Α και Ω της οποίας είναι η
ανακατανομή των αρμοδιοτήτων και της εξουσίας σε όλα τα επίπεδα.
Στο πλαίσιο αυτής της παρέμβασης στο διάλογο προδημοσιεύουμε ένα επίκαιρο
κεφάλαιο από την Μελέτης μας με θέμα ΤΟΜΕΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ.
Προφανώς το ισχύον σύστημα προσδιορισμού των αρμοδιοτήτων της
τοπικής αυτοδιοίκησης συνάδει με την κυρίαρχη αντίληψη του συγκεντρωτισμού που
ενθαρρύνει τη χειραγώγηση και όχι τη χειραφέτηση των Δήμων και των Περιφερειών.
Εξάλλου όσο οι δημόσιες πολιτικές ασκούνται με επίκεντρο τα Υπουργεία και τους
κεντρικούς καθ΄ύλη αρμόδιους δημόσιους οργανισμούς οι Δήμοι και οι Περιφέρειες
θα είναι αποδέκτες επιμέρους αποσπασματικών αρμοδιοτήτων – παρά την
συνταγματική επιταγή- οι οποίες δια της μεθόδου της απαρίθμησης θα εμφανίζονται
πολυάριθμες.
Η πραγμάτωση της συνταγματικής επιταγής για την διοίκηση των
τοπικών υποθέσεων από Δήμους και Περιφέρειες δεν μπορεί να συναντήσει πεδίο
εφαρμογής παρά μόνο στο πλαίσιο μίας γενικής αναδιάρθρωσης και ανακατανομής της
εξουσίας μεταξύ του κεντρικού επιτελικού κράτους, το οποίο περιορίζεται[1]
αποκλειστικά και μόνο στις επιτελικές λειτουργίες ενώ όλες οι εκτελεστικές
λειτουργίες μεταβιβάζονται στους Δήμους και στις Περιφέρειες.
Άλλωστε οι αρχές της εγγύτητας, της αποτελεσματικότητας και της
επικουρικότητας μόνο σε αυτή την περίπτωση έχουν πεδίον εφαρμογής.
Όσο αυτή η
συνολική ανακατανομή δεν πραγματώνεται η διελκυστίνδα μεταξύ κεντρικού κράτους
και τοπικής αυτοδιοίκησης ως προς τις αρμοδιότητες θα κινείται προς την πλευρά
του κεντρικού κράτους και της γραφειοκρατικής «τάξης» των Υπουργείων.
Η κατανομή των αρμοδιοτήτων σε αυτή την ευρεία κλίμακα δεν μπορεί
να αποσυνδέεται με την ανακατανομή των πόρων που απαιτούνται για την άσκησή
τους. Συνεπώς κρίσιμη φάση μίας
μεταρρυθμιστικής διαδικασίας αυτού του περιεχομένου είναι η κοστολόγηση των
υπηρεσιών και συνεπώς η ανακατανομή των πόρων ανάλογα με την μεταβίβαση των
αρμοδιοτήτων και των υπηρεσιών σε κεντρικό και αυτοδιοικητικό επίπεδο.
Δεν εννοείται ευρεία αποκέντρωση αρμοδιοτήτων χωρίς την μετακίνηση
υπηρεσιών και προσωπικού. Η άσκηση των
επιτελικών λειτουργιών στα Υπουργεία απαιτεί λιγότερο και διαφορετικής
ποιότητας προσωπικό ενώ αντίθετα η μεταβίβαση των εκτελεστικών αρμοδιοτήτων στους
Δήμους και τις Περιφέρειες απαιτεί περισσότερο, καταρχήν, και έμπειρο στην
εκτελεστική λειτουργία προσωπικό.
Όσο η μεγάλη αυτή μεταρρύθμιση, η «μεταρρύθμιση μητέρα» όλων
των επιμέρους, (σύστημα διακυβέρνησης, καταστατική θέση, εποπτεία κ.ο.κ.)
δεν σχεδιάζεται με σοβαρότητα και επίγνωση των συνεπειών της, όσο δεν
συνδυάζεται με την αποκέντρωση πόρων, ανθρώπινου δυναμικού και λειτουργικών
μέσων, όσο δεν σχεδιάζεται και δεν εφαρμόζεται στο σύνολο του διοικητικού
συστήματος η πραγμάτωση της
συνταγματικής επιταγής θα είναι ανεκπλήρωτη, η αυτοδιοίκηση θα παραπαίει μεταξύ
δήθεν μεταρρυθμίσεων χειραφέτησης οι
οποίες στην πράξη θα οδηγούν σε επιδείνωση της χειραγώγησή της.
Η αποκέντρωση της
εξουσίας στο πολιτικό και διοικητικό σύστημα είναι πρωτίστως μεταρρύθμιση που
ενισχύει την δημοκρατία και εμπεδώνει την λαϊκή κυριαρχία. Συνεπώς συνδέεται
άμεσα με την δημοκρατική νομιμοποίηση των οργάνων που ασκούν τις αρμοδιότητες,
με τη συμμετοχή των πολιτών και των κοινωνιών του Δήμου και της Περιφέρειας
στην άσκηση της εξουσίας.
Υπό αυτή την έννοια η αποκέντρωση της πολιτικής και διοικητικής
εξουσίας, η αποκεντρωμένη και πολυεπίπεδη άσκηση όλων των δημοσίων πολιτικών
από όργανα δημοκρατικής νομιμοποίησης σε κεντρικό αλλά και σε περιφερειακό και
τοπικό επίπεδο, οφείλει να αποτελεί στόχο αλλά και καθήκον των αιρετών
λειτουργών της αυτοδιοίκησης διότι αυτή συγκροτεί το περιεχόμενο της πολιτικής
εντολής της οποίας οι αιρετοί θα ήθελαν να είναι αποδέκτες.
Είναι διαφορετική η δυναμική της δημοκρατικής νομιμοποίησης και
συνακόλουθα της πολιτικής συμμετοχής όταν το αντικείμενο της πολιτικής εντολής
είναι ευρύ και ουσιαστικό και διαφορετική όταν είναι περιορισμένο και
αποσπασματικό.
Η πολιτική και θεσμική διεργασία αυτής της μεταρρύθμισης δεν
υπήρξε ποτέ έως σήμερα στην Ελλάδα. Οι τρεις
κορυφαίες μεταβολές στην δομή της ελληνικής αυτοδιοίκησης, το Πρόγραμμα Ιωάννης
Καποδίστριας και το Πρόγραμμα Καλλικράτης καθώς και η καθιέρωση των Νομαρχιακών
Αυτοδιοικήσεων περιορίστηκαν σε χωρικές αναδιαρθρώσεις και αποσπασματικές
μεταβιβάσεις και ανακατανομές αρμοδιοτήτων χωρίς να αγγίξουν τον σκληρό πυρήνα
του συγκεντρωτισμού που διέπει το πολιτικό και διοικητικό σύστημα με αποτέλεσμα
να παραμένει αμετάβλητο το κεντρικό σύστημα αρμοδιοτήτων και λειτουργιών των
Υπουργείων. Παράλληλα η μη μεταφορά των αντίστοιχων πόρων, παρά την
συνταγματική επιταγή, αφυδάτωνε ακόμη και αυτή την χωλή αποκέντρωση.
Σήμερα, το πολιτικό προσωπικό της Αυτοδιοίκησης όντας εκείνο που προσδοκά να αναβαθμίσει τον
ρόλο του μέσα από την ανασυγκρότηση του πολιτικού και διοικητικού συστήματος με
ανακατανομή εξουσιών από το Κράτος προς την Αυτοδιοίκηση, οφείλει να αντιμετωπίσει
με σύνεση και σοβαρότητα το σχεδιασμό και τη διεκδίκηση αυτής της κορυφαίας
μεταρρύθμισης. Αρκεί να γίνει κατανοητό ότι στο πεδίο της πραγματώνεται η δημοκρατική ανασυγκρότησης της Πολιτείας με
αναβάθμιση του ρόλου της Αυτοδιοίκησης. Το περιεχόμενο της πολιτικής εντολής
έχει την μέγιστη σημασία. Μετά έπεται η δομή του συστήματος διακυβέρνησης και
των σχέσεων ή των διόδων δημοκρατικής νομιμοποίησης των αιρετών οργάνων.
Έως σήμερα πάντως, πέραν της πολιτικής φιλολογίας γενικόλογων
διακηρύξεων και συνθημάτων δεν έχει κατατεθεί πρόταση επί της οποίας γίνεται
συζήτηση[2].
Αντιθέτως οι διαγκωνισμοί μεταξύ των αιρετών των Δήμων και των Περιφερειών και
οι ανταγωνισμοί για την άσκηση της χωλής εξουσίας τους δεν αφήνουν περιθώρια
αισιοδοξίας.
Η Πρόταση
Η κορυφαία μεταρρύθμιση της ανακατανομής της εξουσίας στο πολιτικό
διοικητικό σύστημα μεταξύ κεντρικού κράτους, Περιφερειών και Δήμων πρέπει να
υπακούει στους ακόλουθους κανόνες:
Α. Επιτελικό
Κράτος: Το κεντρικό Κράτος συγκροτείται από ολιγάριθμα Υπουργεία τα οποία
ασκούν επιτελικές λειτουργίες. Περιορίζονται
δηλαδή στην εκπόνηση προγραμμάτων γενικής δημόσιας πολιτικής θέτοντας εθνικούς
στόχους και κατευθύνσεις και εμπεδώνοντας στην εθνική πολιτική τις κατευθύνσεις
των πολιτικών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Εκτός των συγκεκριμένων τομέων δημόσιας πολιτικής που συγκροτούν
τον σκληρό πυρήνα της κρατικής εξουσίας, ήτοι Δημοσιονομική Πολιτική, Εθνική
Άμυνα, Εξωτερική Πολιτική και Κρατική Ασφάλεια, όλοι οι άλλοι τομείς δημόσιας
πολιτικής αποκεντρώνονται στην Αυτοδιοίκηση πρώτου και δευτέρου βαθμού[3].
Β. Περιφέρειες:
Οι Περιφέρειες αναλαμβάνουν την προσαρμογή και εξειδίκευση των γενικών
κατευθύνσεων σε περιφερειακό επίπεδο. Οι αρμοδιότητές
τους είναι Προγραμματικές και Διοικητικές, επικεντρώνονται όμως σε τομείς που
λόγω του περιεχομένου τους δεν μπορούν να αποκεντρωθούν στους Δήμους. Οι τομείς
αυτοί είναι κυρίως οικονομική- αναπτυξιακή πολιτική, η υποστήριξη των επιμέρους
τομέων της περιφερειακής οικονομίας, η υλοποίηση σε περιφερειακό επίπεδο των
εθνικών και ευρωπαϊκών αναπτυξιακών πολιτικών. Στους υπόλοιπους τομείς δημόσιας
πολιτικής που αποκεντρώνονται στους Δήμους οι Περιφέρειες ασκούν συντονιστικό
υποστηρικτικό ρόλο, όπως π.χ. Παιδεία, Πολιτισμός, ειδικές δομές κοινωνικής
πρόνοιας.
Γ. Δήμοι:
Τέλος, στο εγγύτερο στους πολίτες
επίπεδο οι Δήμοι ασκούν το μεγαλύτερο μέρος της εκτελεστικής λειτουργίας ως
πάροχοι υπηρεσιών στους τομείς της κοινωνικής πολιτικής, της προστασίας του
περιβάλλοντος, της οργάνωσης των πόλεων και της τοπικής οικονομίας, της
προστασίας και διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας.
Ο ακριβής προσδιορισμός των αρμοδιοτήτων γίνεται ανά τομέα
δημόσιας πολιτικής και καταλήγει σε συγκεκριμένες δράσεις της διοίκησης και σε
αναφορά των παραγομένων διοικητικών αποτελεσμάτων κατά τρόπο γενικό.
Η εφαρμογή των αρχών κατανομής ισχύει σε κάθε στάδιο του
προσδιορισμού των αρμοδιοτήτων.
Η προτεινόμενη μέθοδος αντί της ισχύουσας απαρίθμησης ανά τομέα
δημοσίων πολιτικών θα αποδώσει ενιαία την κατανομή στα τρία επίπεδα επίσης ανά
τομέα δημόσιας πολιτικής. Για παράδειγμα, η δημόσια πολιτική για την προστασία
του περιβάλλοντος αναλύεται σε επιτελικές αρμοδιότητες οι οποίες ανήκουν στο
Υπουργείο, σε προγραμματικές επιπέδου Περιφέρειας ή και σε διοικητικές (έλεγχοι
ή αδειοδοτήσεις κ.ο.κ.) αρμοδιότητες των υπηρεσιών περιβάλλοντος της Περιφέρειας
και σε εκτελεστικές διοικητικές αρμοδιότητες ή και σε προγραμματικές –
ελεγκτικές τοπικού επιπέδου οι οποίες ανήκουν στον Δήμο.
Η προτεινόμενη μέθοδος βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με τη
συνταγματική επιταγή. Οι τοπικές υποθέσεις προσδιορίζονται ως οι υποθέσεις των
Δήμων και των Περιφερειών. Η τοπικότητα των περιφερειακών υποθέσεων είναι
ασφαλώς αμβλεία διότι προσιδιάζει σε ένα ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ γενικότητας
και τοπικότητας. Η τοπικότητα των δημοτικών υποθέσεων είναι εξ αντικείμενου
σαφέστερη. Το κεντρικό κράτος ασκεί τη διοίκηση των γενικών υποθέσεων οι οποίες
πάντως περιορίζονται στις επιτελικές λειτουργίες εκτός εκείνων που ανήκουν στην
αυστηρή σφαίρα της κρατικής εξουσίας.
Στην βάση της πυραμίδας των αρμοδιοτήτων η αρχή της εγγύτητας
τοποθετεί τις δημοτικές αρμοδιότητες. Οι Δήμοι είναι αρμόδιοι για την
πολεοδομική και χωρική τους οργάνωση, για την εξειδίκευση των χρήσεων γης
υπακούοντας στο περιφερειακό χωροταξικό το οποίο είναι αρμοδιότητα της
Περιφέρειας, για τον έλεγχο της τήρησης της πολεοδομικής νομοθεσίας, για τη
διαχείριση της ακίνητης περιουσίας η οποία ως δημοτικής διευρύνεται με την
παραχώρηση της κοινόχρηστης δημόσιας περιουσίας (ρέματα, αιγιαλοί, παραλίες,
δημόσια κτήματα κ.ο.κ.) αλλά και με την ευθύνη της προστασίας και της
διαφύλαξης της δημόσιας περιουσίας η οποία βρίσκεται στα όριά τους.
Οι Δήμοι ασκούν το σύνολο της διαχείρισης των δομών κοινωνικής
πρόνοιας εκτός εκείνων των ειδικών δομών που έχουν περιφερειακή εμβέλεια. Το κεντρικό κράτος μπορεί να σχεδιάζει τις
κατευθύνσεις της εθνικής πολιτικής για την κοινωνική πρόνοια, να κατανέμει τους
πόρους, να παρακολουθεί την εφαρμογή, η παροχή των υπηρεσιών και η εξειδίκευση
της οργάνωσης σε τοπικό επίπεδο είναι αρμοδιότητα των Δήμων. Οι Περιφέρειες
διαθέτουν μόνο τις ειδικές δομές που απευθύνονται σε ειδικές κατηγορίες
πολιτών.
Οι δημόσιες πολιτικές για την ανάπτυξη και ειδικότερα οι πολιτικές
για την παραγωγική ανασυγκρότηση, την επιχειρηματικότητα και την καινοτομία
σχεδιάζονται σε εθνικό επίπεδο από τα αρμόδια Υπουργεία, εξειδικεύονται σε περιφερειακά
προγράμματα και εκτελούνται κατά βάση από τις Υπηρεσίες Περιφερειακής Ανάπτυξης
που ανήκουν στις Περιφέρειες. Οι Δήμοι μπορούν να συνεργάζονται με τις
Περιφέρειες για την αποκέντρωση στην παροχή των υπηρεσιών σε τοπικό επίπεδο ενώ
οι Δήμοι των μεγάλων πόλεων μπορούν να ασκούν αρμοδιότητες υποστήριξης της
επιχειρηματικότητας σε εναρμόνιση και συνεργασία με την Περιφέρεια.
Ειδικότερα η δημόσια πολιτική της αγροτικής ανάπτυξης στενά
συνδεδεμένη με την ύπαιθρο δεν μπορεί παρά να ασκείται κυρίως στις Περιφέρειες
και τους Δήμους. Στο Υπουργείο παραμένουν μόνο οι επιτελικές λειτουργίες[4]
και όλο το διοικητικό έργο μεταφέρεται στις Περιφέρειες. Η κάθε Περιφέρεια
προσαρμόζει τις γενικές κατευθύνσεις στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της
σχεδιάζοντας, υποστηρίζοντας, καταρτίζοντας και οργανώνοντας την αγροτική της
πολιτική. Υπηρεσίες υποστήριξης των παραγωγών σε ενημερωτικό και διοικητικό επίπεδο παρέχονται
και από τους Δήμους στο πλαίσιο των κατευθύνσεων της Περιφέρειας.
Οι δομές της παιδείας και της υγείας διακρίνονται σε εθνικό,
περιφερειακό και δημοτικό επίπεδο. Πέραν της επιτελικής λειτουργίας του
προγραμματισμού και του σχεδιασμού της εθνικής πολιτικής καθώς και της
κατανομής των πόρων οι Περιφέρειες έχουν την εποπτεία και τον συντονισμό των
δομών της παιδείας και την υποστήριξη ειδικότερα των μονάδων της τριτοβάθμιας
εκπαίδευσης και των μονάδων δευτεροβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης
(Νοσοκομεία). Οι Δήμοι έχουν την αρμοδιότητα της διοικητικής υποστήριξης και
εποπτείας των δομών της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας παιδείας και της
πρωτοβάθμιας υγειονομικής περίθαλψης (Κέντρα Υγείας, μη Υπονομαρχιακά
Νοσοκομεία κ.ο.κ). Ο συντονισμός όπως
και η διοίκηση των εκπαιδευτικών θεμάτων ανήκει στις υπηρεσίες της Περιφέρειας.
Τα παραπάνω αναφέρονται ως παραδείγματα δεδομένου ότι η
εξειδίκευση των αρμοδιοτήτων είναι υπόθεση ενδελεχούς μελέτης και επεξεργασίας.
Η προτεινόμενη κατανομή των αρμοδιοτήτων σε τρία επίπεδα: Κεντρικό
Κράτος – Περιφέρειες – Δήμοι προϋποθέτει την αναδιάταξη των σχέσεών τους έτσι
ώστε μεταξύ Κράτους και Αυτοδιοίκησης η διαδικασία συνεργασίας να
αντικαταστήσει το καθεστώς της εποπτείας ή ειδικότερα να απεμπλακεί η άσκηση
της εποπτείας, ήτοι του ελέγχου νομιμότητας, από τα όργανα του κεντρικού
κράτους και να ανατεθεί σε πραγματική Ανεξάρτητη Αρχή έτσι ώστε να καταστρωθεί
και να λειτουργήσει η θεσμική διαδικασία της συνέργειας και της συνεργασίας.
Κρίσιμο «εργαλείο» αναδεικνύεται πάντως η θεσμική διαδικασία της
διαβούλευσης και της προγραμματικής συνεργασίας. Το Κεντρικό Κράτος και
ειδικότερα τα επιμέρους Υπουργεία κατά τον σχεδιασμό των γενικών κατευθύνσεων
των δημοσίων πολιτικών διαβουλεύονται και επεξεργάζονται προτάσεις των Περιφερειών και των Δήμων. Ο στόχος είναι
η ενσωμάτωση όσο το δυνατόν αποδοτικότερα των επί μέρους προτάσεων στη γενική
κατεύθυνση που επεξεργάζεται το Υπουργείο.
Η συγκρότηση θεσμών συνεργασίας μεταξύ Κράτους και Αυτοδιοίκησης
είναι το κλειδί για την υλοποίηση της προτεινόμενης ανακατανομής των εξουσιών.
Το Συμβούλιο Αυτοδιοίκησης, δηλαδή το όργανο εκπροσώπησης των Περιφερειών και
των Δήμων πρέπει να βρίσκεται σε συνεχή συνεργασία με τα Υπουργεία και τα
συλλογικά κυβερνητικά όργανα αλλά και με τις Επιτροπές του Κοινοβουλίου για την
σύνταξη των προγραμμάτων ανάπτυξης και των τομεακών προγραμμάτων ανά δημόσια
πολιτική.
Ανάλογο επίπεδο διαβούλευσης καταστρώνεται στις Περιφέρειες μεταξύ
των Οργάνων της Περιφέρειας και ειδικότερα του Περιφερειακού Συμβουλίου και των
Δήμων της Περιφέρειας.
Ο νόμος για την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ Κράτους
Περιφερειών και Δήμων συμπληρώνεται υποχρεωτικά με τις διατάξεις για την
κατανομή των πόρων. Αυτό είναι το περιεχόμενο του δεύτερου μέρους και αποτελεί
αναπόσπαστο επίπεδο αυτής της κορυφαίας μεταρρύθμισης. Η κοστολόγηση όλων των αρμοδιοτήτων τόσο εκείνων που παραμένουν ως
επιτελικές στο Κεντρικό Κράτος όσο και εκείνων που μεταβιβάζονται στις
Περιφέρειες και τους Δήμους είναι sine
qua non προϋπόθεση για να αποκτήσει περιεχόμενο και ουσία η μεταβίβαση
αρμοδιοτήτων. Διαφορετικά, η επανάληψη της
πεπατημένης όπου η μεταβίβαση των απαριθμούμενων αρμοδιοτήτων δεν συνοδεύεται
από μεταφορά πόρων, θα καταστήσει και αυτή την μεταρρύθμιση χωρίς αποτέλεσμα.
Εξάλλου είναι επιτέλους αναγκαίο να γίνει πράξη η συνταγματική επιταγή η οποία
επιβάλλει την μεταφορά των αναγκαίων πόρων ως νομοθετική και επιχειρησιακή
διαδικασία που συνοδεύει κάθε μεταφορά αρμοδιοτήτων.
Είναι προφανές ότι η μεταφορά των πόρων που αντιστοιχούν στις
μεταβιβαζόμενες αρμοδιότητες περιλαμβάνει εντός των άλλων και το μισθολογικό
κόστος εφόσον είναι επίσης αναγκαίο η αποκέντρωση των αρμοδιοτήτων να
συνοδεύεται και από την κινητικότητα του προσωπικού από το Κεντρικό Κράτος προς
τις Περιφέρειες και τους Δήμους.
Η πρόταση αυτή
προϋποθέτει συνεπώς την επεξεργασία παράλληλα και συντονισμένα όλων των
παραμέτρων, των θεσμικών, των οικονομικών και των επιχειρησιακών. Ο νόμος των
αρμοδιοτήτων και των πόρων στην νέα αρχιτεκτονική της Πολιτείας δεν μπορεί να
είναι η αφετηρία – και μάλιστα χωρίς προδιαγεγραμμένη διαδρομή- της
μεταρρύθμισης αλλά το τελικό απόσταγμα μίας ολοκληρωμένης μεταρρυθμιστικής
διαδικασίας.
Η συμπερίληψη της
μεταρρύθμισης των οικονομικών πόρων δεν αρκεί να περιορίζεται στην κοστολόγηση
απλώς των μεταφερομένων αρμοδιοτήτων αλλά απαιτείται να πραγματώνει πλήρως την
αρχή της οικονομικής αυτοτέλειας των Περιφερειών και των Δήμων. Ως εκ τούτου
συμπληρώνεται με δύο επιπλέον κρίσιμες θεματικές ενότητες. Την θέσπιση και
είσπραξη ιδίων πόρων διαμέσου της φορολογικής αποκέντρωσης καθώς και της διασφάλισης
ενός αποτελεσματικού συστήματος είσπραξης των πόρων αυτών[5].
Η φορολογική αποκέντρωση δεν μπορεί πλέον να παραπέμπεται σε αόριστο μέλλον εάν
θέλουμε η νέα αρχιτεκτονική της Δημοκρατικής Πολιτείας να υλοποιηθεί με όρους
ρεαλιστικούς και μετρήσιμους.
Κρίσιμη επίσης παράμετρος είναι η αναθεώρηση με σκοπό την
ενδυνάμωση της ικανότητας των Δήμων και των Περιφερειών να αξιοποιούν με θετικά
οικονομικά αποτελέσματα την ακίνητη περιουσία τους καθώς και να υποστηρίζονται
στην θεσμικά και πολιτικά ευπρόσδεκτη στόχευση της επαύξησής της.
Τέλος, μία κρίσιμη πτυχή αυτής της «μεταρρύθμισης- μητέρας» είναι
η διεύρυνση των κανονιστικών αρμοδιοτήτων των Δήμων και των Περιφερειών
διαμέσου της ανάθεσης ευρείας νομοθετικής εξουσιοδότησης ιδίως στα Περιφερειακά
Συμβούλια αλλά και στα Δημοτικά Συμβούλια.
[1] Πρβλ. σχετικά με
την επαναθεμελίωση του διοικητικού συστήματος και Γιώργος Σωτηρέλης, Η
οικονομική κρίση ως ευκαιρία για την επαναθεμελίωση του Κράτους, στο: ΓΧ.
Σωτηρέλης, Μ.Ν. Πικραμένος, Θ.Γ. Ξηρός, Η Μεταρρύθμιση του Κράτους στην εποχή των μεγάλων
προκλήσεων, Αθήνα, 2011, σ.59 επ.
[2] Πρόσφατα η ΚΕΔΕ
στο πλαίσιο της πρότασης για το Τριετές Σχέδιο Μεταρρύθμισης θέτει τις
προδιαγραφές για την ανακατανομή των αρμοδιοτήτων πρβλ σχετικά Ινστιτούτο
Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ΚΕΔΕ, Τριετής στρατηγική Μεταρρυθμίσεων στη Δημόσια
Διοίκηση και την Τοπική Αυτοδιοίκηση, 2016-2018. Αθήνα, 2016,σ.94-95
[3] Στην νέα,
προτεινόμενη πολυεπίπεδη δομή της Πολιτείας οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις ως
επίπεδο αποκέντρωσης του Κράτους δεν έχουν πλέον θέση. Η ανάθεση στις
Περιφέρειες και των κρατικών λειτουργιών που σήμερα ασκούν οι Αποκεντρωμένες Διοικήσεις με ειδικό πλαίσιο ελέγχου και συντονισμού της
άσκησης αυτών των αρμοδιοτήτων από τα αντίστοιχα Υπουργεία ή η περιφερειακή
οργάνωση των επιμέρους κεντρικών κρατικών υπηρεσιών πρόκειται να καλύψει το
κενό της ενιαίας περιφερειακής οργάνωσης του Κράτους σε Αποκεντρωμένες
Διοικήσεις.
Κρίσιμο βήμα στην κατεύθυνση αυτή είναι επίσης
η άμεση συγκρότηση των Αυτοτελών Υπηρεσιών Εποπτείας, ως αποκεντρωμένων δομών
μίας ενιαίας Ανεξάρτητης Αρχής Εποπτείας και ο άμεσος ορισμός των Ελεγκτών
Νομιμότητας.
Στην επικείμενη Συνταγματική Αναθεώρηση μπορεί
ασφαλώς να ρυθμιστεί, σύμφωνα με όσα προτείνονται στην προηγούμενη σχετική
ενότητα, η περιφερειακή διάρθρωση των
κρατικών υπηρεσιών υπό την εποπτεία της Περιφέρειας με σχετική ανάθεση από τα
αντίστοιχα Υπουργεία που αναφέρονται στο σκληρό πυρήνα του Κράτους ενώ οι
περιφερειακού επιπέδου διοικητικές αρμοδιότητες θα ασκούνται αυτοδικαίως, στο
πλαίσιο της νέας κατανομής των αρμοδιοτήτων διοίκησης των δημοσίων
περιφερειακών υποθέσεων από τα αιρετά όργανα και τις υπηρεσίες των Περιφερειών.
[4] Πρβλ Γιώργος Σωτηρέλης, Η οικονομική κρίση ως
ευκαιρία για την επαναθεμελίωση του Κράτους, στο: ΓΧ. Σωτηρέλης, Μ.Ν. Πικραμένος, Θ.Γ. Ξηρός, όπ.π ( σημ. 1), σ.46-49
[5] Για τη
δημοσιονομική αποκέντρωση υπό το πρίσμα οικονομικής κρίσης μεταξύ των άλλων πρβλ Ν. Τάτσος, Η δημοσιονομική κρίση της αυτοδιοίκησης, στο: Μακρυδημήτρης Αντ. (επιμέλεια)
Αυτοδιοίκηση και Κράτος στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, Αθήνα-Κομοτηνή, 2003,
σ.99-125, Επίσης πρβλ Ρ. Γκέκας, Οι
νέες σχέσεις κεντρικού και τοπικού δημόσιου τομέα με αφορμή τον προορισμό των
κεντρικών επιχορηγήσεων και την αύξηση ων φορολογικών εσόδων, Ελληνική
Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τ. 15/2000, σ. 68-98
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου