ΣτΕ 2790/2014 Χαρακτηρισμός οδών ως δημοτικών ή κοινοτικών - Αρμοδιότητα πολεοδομικού σχεδιασμού



Από τις ισχύουσες διατάξεις θεσπίζεται ειδική διαδικασία για την ανακήρυξη και τον καθορισμό εθνικών και επαρχιακών οδών, δεν προβλέπεται όμως διαδικασία χαρακτηρισμού οδών ως δημοτικών ή κοινοτικών. Τυχόν εκδιδομένη από δημοτικό ή κοινοτικό συμβούλιο πράξη χαρακτηρισμού δημοτικής ή κοινοτικής οδού δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού δεν έχει καμία νομική συνέπεια, ούτε δεσμεύει τα διοικητικά όργανα, που είναι αρμόδια να εκδώσουν διοικητική πράξη συναρτωμένη με τον χαρακτήρα της οδού ούτε επηρεάζει τα δικαιώματα των ιδιοκτητών των ακινήτων, από τα οποία διέρχεται η οδός, δεδομένου ότι οι ιδιοκτήτες αυτοί μπορούν, προσφεύγοντας στα πολιτικά δικαστήρια, να ζητήσουν την αναγνώριση και προστασία των δικαιωμάτων τους. Η ιδιότητα δηλαδή μιας οδού ως δημοτικής ή κοινοτικής συνιστά ζήτημα πραγματικό, εφ΄ όσον ο νόμος δεν προβλέπει ειδική διαδικασία, η οποία να προσδίδει στην οδό τον ανωτέρω χαρακτηρισμό. Η προθεσμία προσβολής με αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως, με την οποία αναγνωρίζεται δημοτική οδός σε κυριότερη ή μοναδική, δεν κινείται από τη δημοσίευσή στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, αλλ΄ από τη γνώση ή τυχόν κοινοποίησή της εν όψει του περιεχομένου της θεσπιζομένης πολεοδομικής ρυθμίσεως, που περιορίζεται στην αναγνώριση συγκριμένης ή συγκεκριμένων οδών, δεδομένου και ότι για την αναγνώριση δεν διασφαλίζεται η δημόσια ή ατομική γνωστοποίηση και πρόσκληση για τη συμμετοχή των ενδιαφερομένων και την υποβολή ενστάσεων, ώστε διά της σχετικής δημοσιότητας να καθίσταται γνωστή στον ευρύτερο κύκλο των εχόντων έννομο συμφέρον για την προσβολή της. Ένα γήπεδο θεωρείται ότι έχει πρόσωπο, δηλ. κοινό όριο σε οδό, που το καθιστά οικοδομήσιμο, όταν ανεξαρτήτως αν η οδός αυτή είναι εθνική, επαρχιακή, δημοτική ή κοινοτική, υφίσταται νομίμως και είναι ήδη διανοιγμένη εις τρόπον, ώστε να είναι προσπελάσιμη και να παρέχει πράγματι επικοινωνία με το γήπεδο. Η έκδοση διοικητικής πράξεως αναγνώρισης οδού συνιστά άσκηση αρμοδιότητος πολεοδομικού σχεδιασμού, η οποία δεν έχει εντοπισμένο χαρακτήρα, επομένως πρέπει να επιχειρείται με προεδρικό διάταγμα.

Πρόεδρος: Α. Θεοφιλοπούλου, Αντιπρόεδρος ΣτΕ
Εισηγητής: Χ. Λιάκουρας, Πάρεδρος ΣτΕ
Δικηγόροι: Ν. Αγγελής, Π. Δαμουλή

Οι ΔΕΥΑ σε δυναμικό νέο ξεκίνημα.


Το διακύβευμα της 27ης Γενικής Συνέλευσης της ΕΔΕΥΑ 
(Χαλκίδα, 10 Ιουνίου 2016)

 Του Δημήτρη Κατσούλη

Στην 27η Γενική Συνέλευση της Ένωσης Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης και Αποχέτευσης (ΕΔΕΥΑ) η οποία συνήλθε την 10η Ιουνίου στην Χαλκίδα τέθηκαν επί τάπητος κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τις ΔΕΥΑ. Στο επίκεντρο όμως όλων αυτών τέθηκε η ανάγκη όχι απλώς της διασαφήνισης αλλά κυρίως της ανάδειξης με σύγχρονους και δυναμικούς όρους της νομικής φυσιογνωμίας αλλά και της θεσμικής αποστολής των ΔΕΥΑ. Η παρουσία του Υπουργού Εσωτερικών και υψηλόβαθμης συμμετοχής του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και η παρουσία των αντίστοιχων  προέδρων των ΕΥΔΑΠ και ΕΥΑΘ μαρτυρούν την διεύρυνση της εμβέλειας της Ένωσης ΔΕΥΑ και συνεπώς αποτελούν θετική αφετηρία για να αναδειχθεί επιτέλους με σοβαρότητα το διακύβευμα του θεσμού στην σημερινή πολιτική, οικονομική και κοινωνική συγκυρία.
Προέχει πρωτίστως η αναοριοθέτηση του θεσμικού ρόλου των ΔΕΥΑ και η επαναδιατύπωση του νομικού καθεστώτος. Το ισχυρό νομικό υπόβαθρο του ιδρυτικού ν.1069/1980 παρότι αντέχει στον χρόνο χρειάζεται επιβεβαίωση αλλά και εκσυγχρονισμό. Το ειδικό καθεστώς των Δημοτικών Επιχειρήσεων μετά από νομοθετικές επιλογές χειραγώγησης, αποψίλωσης και ισοπέδωσης έχει αλλοιωθεί. Παρότι η αφετηρία του 1980 ήταν δυναμική, σήμερα δεν αρκεί κανείς να κοιτάξει πίσω. Δεν αρκεί να ξαναποκτήσει όσα απώλεσε. Χρειάζεται πρωτίστως να ξανασχεδιάσει κρατώντας ότι θετικό κατακτήθηκε στα 35 χρόνια ύπαρξης του θεσμού.
Σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε αμφισβητείται η ουσία της αποστολής των ΔΕΥΑ. Η αρμοδιότητα των Δήμων να διαχειρίζονται την ύδρευση και την αποχέτευση. Η αμφισβήτηση έρχεται από τις σειρήνες της ιδιωτικοποίησης στην εκμετάλλευση του κοινωνικού αγαθού του νερού αλλά και από αντιλήψεις ακραίου και άκριτου κρατισμού που δεν μπορούν να διακρίνουν τον δημόσιο χαρακτήρα, την δημοτική διαχείριση και τα ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια λειτουργίας έτσι ώστε να κτίζεται ο ανταποδοτικός χαρακτήρας της υπηρεσίας.
Στην αμφισβήτηση της αποστολής των ΔΕΥΑ συμβάλλει και η εσκεμμένη ή λόγω ασαφούς γνώσης  νομοθετική ισοπέδωση ή μη επαρκής εξειδίκευση της νομικής και διαχειριστικής θέσης των ΔΕΥΑ στο νέο θεσμικό γίγνεσθαι της πρωτοβάθμιας τοπικής αυτοδιοίκησης. Ο ν. 3852/2010 με μηχανιστικές ισοπεδωτικές επιλογές συσκότισε την ιδιαιτερότητα των ΔΕΥΑ υπάγοντάς τες και αυτές στο μοντέλο εποπτείας που κατέστρωσε για τους Δήμους και τα Δημοτικά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου. Ακολούθησαν οι άλλοι μνημονιακοί νόμοι συμπεριλαμβανομένου του νέου Ενιαίου Μισθολογίου όπου επίσης δεν αναγνώρισαν το ειδικό καθεστώς. Η εφαρμογή τους συσσώρευσε προβλήματα και δεν διευκόλυνε την ανταπόκριση των ΔΕΥΑ στις ιδιαίτερα δυσμενείς συνθήκες της κρίσης. Εάν σε αυτά προστεθεί και η εσφαλμένη πρακτική πολλών διοικήσεων που δεν κατανόησαν την ανάγκη προστασίας του θεσμού καθώς και οι συντεχνιακές αγκυλώσεις διαμορφώθηκε τελικά ένα τοπίο που βαρύνει την προοπτική του θεσμού.

Διοίκηση και Πολιτική στους Δήμους

Αποστολή και καθήκον της δημοτικής υπαλληλίας

Άρθρο του Δημήτρη Κατσούλη


Συχνά, μετά από τόσο χρόνια στην Αυτοδιοίκηση, ακούω την αγωνία πολλών αιρετών για την μη ανταπόκριση της δημοτικής υπαλληλίας στις απαιτήσεις τους για την επιτυχία του έργου, έτσι όπως ο καθένας το έχει πλάσει στην φαντασία του ή το έχει σχεδιάσει στην σκέψη του.
Αναλογίζομαι τι σημαίνει αυτό; Πόση αλήθεια ή πόση ψευδαίσθηση περικλείει;
Αποτιμώντας τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων είκοσι χρόνων, που έφεραν την πρωτοβάθμια τοπική αυτοδιοίκηση από την πολυδιάσπαση των 5.600 περίπου μικρών και επιχειρησιακά καχεκτικών κοινοτήτων στους κατά κανόνα υπερμεγέθεις  325 Δήμους του Καλλικράτη, με σταθμό τους 900 Δήμους του Προγράμματος Ι. Καποδίστριας, μπορώ «μετά λόγου γνώσεως» να υποστηρίξω ότι ο ισχυρισμός περί ανεπάρκειας της δημοτικής υπαλληλίας είναι όντως μία ψευδαίσθηση για τους ανυποψίαστους αιρετούς και ένα δάκτυλο πίσω από το οποίο κρύβονται οι ενδεχομένως υποψιασμένοι. Για να ακριβολογώ: όταν το παραγόμενο έργο δεν είναι αρκούντως αποτελεσματικό γιαυτό δεν ευθύνεται η δημοτική υπαλληλία αλλά το δημοτικό πολιτικό σύστημα και ιδίως οι ίδιοι οι αιρετοί και το περιεχόμενο της ηγεσίας τους.
Η εφαρμογή του Προγράμματος Ι. Καποδίστριας ήταν μία ευκαιρία και πάντα φέρνω στην μνήμη το παράδειγμα του επιστημονικού προσωπικού των Δήμων. Όταν το 1998 ξεκίνησε η λειτουργία των νέων ΟΤΑ του προγράμματος Ι.Καποδίστριας είχε προηγηθεί η πρόσληψη 2500 επιστημόνων για να στελεχώσουν τους νέους δήμους. Δεν πέρασε ούτε η πρώτη θητεία των νέων Δημοτικών Αρχών και πολλοί από αυτούς, κυρίως Μηχανικοί, μεταφέρθηκαν στους μεγάλους και μη συνενωθέντες Δήμους, όπου κατά κανόνα διέθεταν ήδη επιστημονικό προσωπικό. Η μεταφορά έγινε με την συναίνεση και ενίοτε την ανακούφιση των Δημοτικών Αρχών. Η Πολιτεία που είχε προτάξει την πρόσληψή τους κατά παρέκκλιση των ισχυουσών τότε διατάξεων, και είχε γιαυτό δαπανήσει μέρος των κονδυλίων για την εφαρμογή της μεταρρύθμισης, αδιαφόρησε και εντέλει ευνόησε την αποψίλωση των νέων Δήμων από το επιστημονικό προσωπικό. Οι Δημοτικές Αρχές δεν κατανόησαν την σημασία της παρουσίας του αφού η μεν στελέχωση του Δήμου με στελέχη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης και μάλιστα μη δημότες τους δεν ήταν διακύβευμα πολιτικού κόστους και εν πολλοίς τους ήταν αδιάφορο αφού για την ωρίμανση και την ένταξη των έργων στο ΕΠΤΑ ή στο τότε ΚΠΣ αρκούσε η καλή γνωριμία με τον Κρατικό Περιφερειάρχη και η συνδρομή των ιδιωτικών μελετητικών γραφείων που πάντα συνδράμουν με το αζημίωτο τους μικρούς και μεσαίους αλλά και τους μεγάλους Δήμους.
Εν τω μεταξύ η οργάνωση των Υπηρεσιών που τότε για πρώτη φορά επεκτάθηκε στο σύνολο των ΟΤΑ,  κατανοήθηκε ως τοποθέτηση «στα κουτάκια» και όχι σαν εργαλείο επίτευξης των επιχειρησιακών στόχων του Δήμου, σε καμία δε περίπτωση ως εργαλείο αναβάθμισης της ποιότητας των παρεχόμενων στους δημότες υπηρεσιών.
Η αποστολή, η οργάνωση και η λειτουργία ενός Δήμου δεν είναι ασφαλώς η περιγραφόμενη πιο πάνω νωχελική κατάσταση παρότι σε πολλές περιπτώσεις, ακόμη και μεγάλων Δήμων, είναι πραγματική.
Οι αιρετοί είναι οι φορείς της πολιτικής εντολής. Εκπροσωπούν την τοπική κοινωνία ως εντολοδόχοι και οφείλουν να διευθύνουν τις τοπικές υποθέσεις με γνώμονα το συλλογικό, δημόσιο τοπικό συμφέρον. Έχουν την ευθύνη της πολιτικής διεύθυνσης του Δήμου, δηλαδή της διαμόρφωσης και εφαρμογής δημοσίων πολιτικών που στοχεύουν στη διαχείριση των προβλημάτων της πόλης  και του τόπου.
Αντίθετα, η δημοτική υπαλληλία είναι το ανθρώπινο δυναμικό που εργάζεται για την υλοποίηση των πολιτικών που σχεδιάζουν οι αιρετοί ως εντολοδόχοι της τοπικής κοινωνίας. Η υπαλληλική σχέση επιβάλλει ασφαλώς την λειτουργία στο πλαίσιο της διοικητικής ιεραρχίας, την ανταπόκριση στην εκτέλεση των καθηκόντων με βάση το εργασιακό αντικείμενο αλλά και τις δεξιότητες, γνώσεις ή και ικανότητες που επιτάσσει η θέση τους. Επειδή η διαδρομή προς την κορυφή της ιεραρχίας είναι διαδικασία αξιολόγησης οι δημοτικοί υπάλληλοι πρέπει να επιδιώκουν διαρκώς να αυξάνουν τα εργασιακά τους προσόντα και να αναπτύσσουν τις δεξιότητες και τις γνώσεις έτσι ώστε να κατακτούν τις θέσεις ευθύνης. Αυτό σημαίνει στοιχειωδώς επαγγελματισμός και αξιοκρατία.
Ο επαγγελματισμός και η χρηστή διοίκηση είναι τα κλειδιά για την επιτυχία κάθε δημοτικής πολιτικής στην πράξη. Ιδιαίτερα σε μία εποχή που οι τεχνολογικές εξελίξεις «τρέχουν» η διαρκής επιμόρφωση, η παροχή κινήτρων για την απόκτηση γνώσεων και δεξιοτήτων, η δίκαιη και αντικειμενική αξιολόγηση και κρίση  αποτελούν κεφάλαια της ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού που χωρίς αυτά ένας Δήμος δεν μπορεί να προχωρήσει.