Ο ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΟΣ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΔΙΑΚΩΜΩΔΕΙΤΑΙ ΜΕ ΤΙΣ ΕΠΙΤΡΟΠΕΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 24 Α ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 4314/2014



Σχόλιο του Δημήτρη Κατσούλη

Με τον πρόσφατα ψηφισθέντα νόμο 4314/2014 (ΦΕΚ Α΄265/23-12-2014) καταστρώθηκε η συγκρότηση των «Περιφερειακών Επιτροπών  Αναπτυξιακού Σχεδιασµού ΕΣΠΑ για την τοπική αυτοδιοίκηση». Συγκεκριμένα το άρθρο 24Α του ως άνω ψηφισθέντος νομοσχεδίου ορίζει ότι «1.Σε κάθε Περιφέρεια συγκροτείται µε απόφαση του Διοικητικού Συµβουλίου της Κεντρικής Ένωσης Δήµων Ελλάδας (ΚΕΔΕ) και σύµφωνη γνώµη της Περιφερειακής Ένωσης Δήµων (ΠΕΔ), Περιφερειακή Επιτροπή Αναπτυξιακού Σχεδιασµού (ΠΕΑΣ) ΕΣΠΑ. Η Επιτροπή λειτουργεί ως υποεπιτροπή της Επιτροπής Παρακολούθησης του ΠΕΠ και αποτελείται από τους ακόλουθους:α) εκπρόσωπο της ΚΕΔΕ, ως Πρόεδρο της Επιτροπής, β) δύο (2) µέλη του Διοικητικού Συµβουλίου της ΠΕΔ µε τους αναπληρωτές τους, που ορίζονται µε απόφασή του,γ) ένα (1) µέλος του Περιφερειακού Συµβουλίου µε τον αναπληρωτή του, που ορίζεται µε απόφασή του, δ) εκπρόσωπο της Αποκεντρωµένης Διοίκησης, µε τον αναπληρωτή του. 2. Η Περιφερειακή Αναπτυξιακή Επιτροπή ΕΣΠΑ διατυπώνει γνώµη προς τη Διαχειριστική Αρχή του αντίστοιχου Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράµµατος (Π.Ε.Π.) σχετικά µε την κατάρτιση και την εξειδίκευσή του, µε τη διαδικασία εκπόνησης των προσκλήσεων και µε τα κριτήρια και τη διαδικασία ένταξης των πράξεων που αφορούν έργα και δράσεις τοπικής ανάπτυξης και ιδίως των πράξεων που εντάσσονται σε κατηγορίες δράσης µε δικαιούχους τους δήµους και ενηµερώνεται από τη Διαχειριστική Αρχή για την πορεία υλοποίησης των πράξεων αυτών. Η Περιφερειακή Αναπτυξιακή Επιτροπή µπορεί να διατυπώνει αντίστοιχες εισηγήσεις προς τις Διαχειριστικές Αρχές των Τοµεακών Επιχειρησιακών Προγραµµάτων σχετικά µε τους άξονες προτεραιότητας ή τους ειδικούς στόχους ή τις κατηγορίες δράσης αυτών που έχουν ως δικαιούχους δήµους και ενηµερώνεται από αυτές για την πορεία υλοποίησής τους. 3. Τα µέλη δεν αµείβονται. 4. Η ΜΟΔ ΑΕ παρέχει τεχνική υποστήριξη των δήµων ως δικαιούχων των ΕΠ του ΕΣΠΑ 2014-2020»
Η παραπάνω διάταξη υπήρξε προφανώς αίτημα της Κεντρικής Ένωσης Δήμων αλλά έχει προκαλέσει την έντονη διαμαρτυρία της Ένωσης Περιφερειών Ελλάδας. Οι Περιφερειάρχες θεωρούν την Περιφερειακή Επιτροπή Αναπτυξιακού Σχεδιασμού ως πρόκληση περιορισμού της δικαιοδοσίας τους στην διαχείριση του Περιφερειακού Επιχειρησιακού Προγράμματος ΣΕΣ 2014-2020. Από την άλλη πλευρά η ΚΕΔΕ μάλλον κατανοεί την Επιτροπή ως βήμα παρέμβασης υπέρ των Δήμων στη διαχείριση των ΠΕΠ αλλά και των τομεακών προγραμμάτων.
Έχουμε την άποψη ότι και οι δύο πλευρές φιλονικούν «επί όνου σκιάς». Η Περιφερειακή Επιτροπή Αναπτυξιακού Σχεδιασμού δεν έχει, όπως καταστρώνεται, κανέναν ουσιαστικό λόγο στον αναπτυξιακό σχεδιασμό. Έχει γενικές και αόριστες γνωμοδοτικές αρμοδιότητες χωρίς τη δυνατότητα να επηρεάσει ουσιαστικά την διαμόρφωση των προγραμμάτων και κυρίως την ένταξη των έργων των Δήμων σε αυτά. Η διαχείριση του ΣΕΣ 2014-2020 ήταν και παραμένει απολύτως συγκεντρωτική και έστω ως προς τα ΠΕΠ αναγνωρίζεται ο επίσης συγκεντρωτικός και απόλυτος ρόλος του Περιφερειάρχη. Γιαυτόν εξάλλου τον λόγο οι Περιφερειάρχες δεν έχουν σοβαρούς λόγους να φοβούνται αυτές της Επιτροπές.

ΒΙΩΣΙΜΕΣ ΠΟΛΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΚΡΙΣΗΣ


Αναδημοσίευση από:http://www.citybranding.gr/ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ

της Ευαγγελίας Αθανασίου
Επίκουρης Καθηγήτριας, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης


Η εισήγηση αναδεικνύει πτυχές της σχέσης ανάμεσα στη συνθήκη της οικονομικής κρίσης και τον στόχο της αστικής βιωσιμότητας. Όπως και η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, η έννοια της αστικής βιωσιμότητας στοιχειοθετήθηκε, στις αρχές της δεκαετίας του '90, ως μία πραγματιστική έννοια διαχείρισης και σχεδιασμού των πόλεων στο πλαίσιο του υπάρχοντος μοντέλου ανάπτυξης και όχι ως εναλλακτική, κοινωνικά μεταρρυθμιστική πρόταση. Είκοσι χρόνια αργότερα, η βιωσιμότητα συρρικνώνεται στη 'πράσινή' της συνιστώσα και ενσωματώνεται στη κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ρητορική ως μία διάσταση της αστικής ανταγωνιστικότητας. Η 'πράσινη' στρατηγική των πόλεων, παρουσιάζεται ως μία σειρά τεχνικών επιλογών, που δεν συνδέονται με τις πολιτικές και κοινωνικές διαδικασίες που συγκροτούν, αναπαράγουν και εμπεριέχονται στο αστικό περιβάλλον.
Στην Ελλάδα, τα χρόνια της κρίσης, η περιβαλλοντική προστασία τίθεται με όρους αντιφατικούς και αποκλίνοντες στη δημόσια σφαίρα: αφ' ενός παρουσιάζεται ως εμπόδιο στον στόχο της ανάπτυξης, αφ' ετέρου ενσωματώνεται στην ρητορική της 'πράσινης ανάπτυξης', ως στοιχείο προσέλκυσης επενδύσεων. Ειδικότερα, η σχέση της οικονομικής κρίσης με την αστική βιωσιμότητα υλοποιείται σε πολλαπλές χωρικές κλίμακες.
Εθνικές πολιτικές που νομιμοποιούνται στο πλαίσιο των υποχρεώσεων των Μνημονίων, όπως ο νόμος για τις fast track επενδύσεις, η πολεοδομική μεταρρύθμιση, η 'αξιοποίηση' της δημόσιας γης υπονομεύουν βασικές διαστάσεις του παραδείγματος της βιώσιμής πόλης.
Τοπικές πρακτικές για την πόλη, όπως οι ήπιες παρεμβάσεις του Δήμου Θεσσαλονίκης στο δημόσιο χώρο και η διεκδίκηση του τίτλου της European Green Capital 2014, επενδύουν στην ρητορική της 'πράσινης πόλης'. Ταυτόχρονα, παραχωρήσεις εδάφους και ευθύνης σε ιδιώτες, η επικείμενη ιδιωτικοποίηση φυσικών πόρων, όπως το νερό, υπονομεύουν βασικές διαστάσεις της κοινωνικής βιωσιμότητας και απογυμνώνουν την πόλη από το πολιτικό της περιεχόμενο.

1.       ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η εισήγηση εστιάζει στην κλίμακα της πόλης και επιχειρεί να φωτίσει πτυχές της σχέσης ανάμεσα στη συνθήκη της οικονομικής κρίσης και τον στόχο της αστικής βιωσιμότητας. Η σχέση διερευνάται στο επίπεδο των συντεταγμένων πολιτικών και της ρητορικής τους, και όχι των παράπλευρων επιπτώσεων της μείωσης των οικονομικών πόρων, στην περιβαλλοντική συμπεριφορά των πολιτών, που είναι πολλές και ποικίλες.

2.ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Η σχέση ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος είναι αντικείμενο συζήτησης τουλάχιστον από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν διοργανώθηκε από τον ΟΗΕ στη Στοκχόλμη, η πρώτη διάσκεψη κορυφής με θέμα την παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση και την ανάγκη παγκόσμιας συνεργασίας για την αντιμετώπισή της . Οι ηγέτες των φτωχών χωρών του κόσμου εμφανίστηκαν τότε δύσπιστοι σε οποιαδήποτε συνεργασία για το περιβάλλον, που απειλούσε να υπονομεύσει τις δικές τους δυνατότητες για ανάπτυξη, στο όνομα της πλανητικής ισορροπίας. Η επίκληση της οικουμενικότητας των περιβαλλοντικών προβλημάτων, του κοινού πλανητικού συμφέροντος και της κοινής ευθύνης για την αναστροφή των περιβαλλοντικών προβλημάτων έγινε αντιληπτή ως μία ακόμη προσπάθεια χειραγώγησής των φτωχών χωρών από τις πλούσιες βιομηχανικές χώρες της Δύσης - από εκείνες δηλαδή που ήταν υπεύθυνες για την περιβαλλοντική κρίση.