Κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και προοδευτική τοπική αυτοδιοίκηση



Του Δημήτρη Κατσούλη

Ο τίτλος και το περιεχόμενο της παρούσας εισήγησης είχε ως αφορμή το ερώτημα που τέθηκε σε μία άλλη  παρόμοια συζήτηση: Ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην προώθηση της  κοινωνικής αλληλέγγυας οικονομίας είναι δεδομένος και αυτονόητος;
Εκεί όπου η κοινωνική οικονομία έχει βαθιές ρίζες και ένα σημαντικό μερίδιο στην εθνική και τοπική οικονομία η σύνδεσή της με την τοπική αυτοδιοίκηση είναι ιστορικά και επιχειρησιακά καταξιωμένη. Το ερώτημα έχει άλλη ένταση σε περιπτώσεις όπως η Ελληνική και σε χρονικές περιόδους όπως αυτή που ζούμε τα τελευταία επτά χρόνια.
Σε μία εγχώρια αυτοδιοικητική πραγματικότητα όπου ακόμη και θεσμοί συνυφασμένοι με την ιστορία και την υπόσταση της τοπικής αυτοδιοίκησης, όπως οι θεσμοί της λαϊκής συμμετοχής, της άμεσης και αδιαμεσολάβητης συμμετοχής του πολίτη στη διαμόρφωση των δημοτικών πολιτικών και την λήψη των αποφάσεων υποτιμώνται και υποβαθμίζονται ή δεν αγγίζονται από το πολιτικό προσωπικό της Αυτοδιοίκησης η απάντηση   στο ερώτημα για την μεταχείριση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν είναι αυτονόητη.
Η δική μου προσπάθεια να απαντήσω ξεκινά βέβαια από την οπτική γωνία της Αυτοδιοίκησης, για όση σημασία έχει αυτό.
Ο Δήμος είναι πεδίο διαμόρφωσης και άσκησης δημοσίων πολιτικών  για «την προστασία, την ανάπτυξη και τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας». Την αποστολή αυτή δεν θα τη φέρει σε πέρας  εάν δεν διαμορφώσει  ευνοϊκές συνθήκες για την κοινωνική συνοχή στην μικροκλίμακα του τοπικού. Εργαλείο για την κοινωνική συνοχή είναι η ανάπτυξη του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση πάντως κοινωνική συνοχή σημαίνει εν προκειμένω λιγότερη φτώχεια, λιγότερη ανεργία, παραγωγή και δίκαιη ανακατανομή τοπικού πλούτου. Σημαίνει να μην αντιλαμβάνεσαι την κοινωνική πολιτική για την πρόνοια και την αλληλεγγύη ως μίμηση ή προέκταση της φιλανθρωπίας ή της παροχικής και ενίοτε συγκεντρωτικής λογικής του κεντρικού κράτους, δηλαδή ως τοπική εκδοχή του κρατισμού αλλά ως διακύβευμα που συνυφαίνεται με την προώθηση του εθελοντισμού, της συμμετοχής, της συλλογικής δράσης της κοινωνίας των πολιτών  διαμέσου και της συλλογικής οργάνωσης για την παραγωγή κοινωνικών αγαθών παράλληλα με την παραγωγή εισοδήματος και συνεπώς μείωση των τοπικών οικονομικών ανισοτήτων.
Θα πουν ίσως αρκετοί, αυτό είναι το καθήκον του κάθε Δήμου ή η ευκαιρία του  στον καιρό της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την χώρα.
Εγώ θα πω ότι ο Δήμος που ανακάλυψε μέσα στην κρίση το καθήκον του γιατί ως προϊόν πολιτικής επικοινωνίας πουλάει ότι έχει περιτύλιγμα την αλληλεγγύη είναι διαφορετικός από τον Δήμο που έχει ως  σταθερό άξονα της πολιτικής του την στρατηγική για την κοινωνική συνοχή και δοκιμάζει εμπειρίες για να κτίσει μία σταθερή και προσανατολισμένη  στρατηγική έχοντας κατανοήσει αυτό ως βασική προτεραιότητα της αποστολής του. Αυτή είναι στρατηγική επιλογή μίας προοδευτικής αυτοδιοίκησης.
Γιαυτό λέμε ότι ο ρόλος της τοπικής αυτοδιοίκησης στην προώθηση της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν είναι δεδομένος και αυτονόητος, είναι όμως προνομιακός και εφόσον ασκηθεί γίνεται ιδιαίτερα γόνιμος και σημαντικός.
Είναι η προοδευτική αυτοδιοίκηση που διαμορφώνει και ασκεί τις δημοτικές πολιτικές με την άμεση και αδιαμεσολάβητη συμμετοχή των πολιτών, με διαφάνεια και λογοδοσία, είναι εκείνη που αντιλαμβάνεται και  μπορεί και πρέπει να αναδείξει τον ιδιαίτερο ρόλο της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας ως μοχλό ενίσχυσης της κοινωνικής συνοχής στην πόλη και ως  πεδίο ανάπτυξης του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου. Με σχέδιο, με συνεργασία, με ευρύτατο πεδίο ελευθερίας για τις κοινωνικές επιχειρήσεις χωρίς πρακτικές χειραγώγησης και πελατειακής μεταχείρισης.
Τα λέω αυτά, γιατί υπάρχει και η άλλη αυτοδιοίκηση, το κακέκτυπο του κρατικού συγκεντρωτισμού, το «περιβόλι» των πελατειακών λογικών,  της αδιαφάνειας και της αλλεργίας στη λογοδοσία. Αυτή μπερδεύει την στρατηγική της κοινωνικής συνοχής με την εκμετάλλευση  των θέσεων κοινωφελούς εργασίας, με τις δομές που φυτοζωούν περιμένοντας τις κοινοτικές επιχορηγήσεις και τους εργαζόμενους που αγωνιούν στη δίνη της πελατειακής ομηρίας. Μετράει κεφάλια και επιχορηγήσεις αλλά δεν μετράει κοινωνική και δημοκρατική υπεραξία, δεν μετράει το μέγεθος και τη δύναμη του κοινωνικού κεφαλαίου.
Εδώ όμως προσβλέπουμε στην Αυτοδιοίκηση με προοδευτικό προσανατολισμό και στρατηγική. Τι μπορεί να κάνει;
Πρώτα απ΄όλα ο Δήμος γίνεται προωθητής, μέντορας, εμψυχωτής των πρωτοβουλιών των πολιτών που επιχειρούν στην κοινωνική οικονομία.
Και επιπλέον να κινηθεί σε τρεις κατευθύνσεις
  • Ο Δήμος διαθέτει τους πόρους οικονομικούς αλλά και λειτουργικούς, ανθρώπινο δυναμικό για να στηρίξει τις κοινωνικές επιχειρήσεις. Τους πόρους αυτούς τους  αναζητά μοχλεύοντάς τους σε Ευρωπαϊκά Προγράμματα  ή ακόμη και αναδιατάσσοντας τις προτεραιότητες στον προγραμματισμό των δικών του δημοτικών δαπανών. Εννοείται ότι αυτούς πρέπει να τους αποδίδει, να τους αξιοποιεί για την κοινωνική αλληλέγγυα οικονομία και να εγείρεται η πολιτική απαίτηση γιαυτό!!!
  • Ο Δήμος δημιουργεί χώρους όπου δραστηριοποιούνται οι κοινωνικές επιχειρήσεις. Με διπλή έννοια: Δημιουργεί ευκαιρίες δραστηριοποίησης των κοινωνικών επιχειρήσεων, διαμορφώνει χώρους φιλοξενίας των δραστηριοτήτων των κοινωνικών επιχειρήσεων.
  • Ο Δήμος με προγραμματικές συμβάσεις ενισχύει τις κοινωνικές επιχειρήσεις μεταβαλλόμενος σε συνεργάτη- ή πελάτη τους  Ο θεσμός της προγραμματικής σύμβασης της ΚΟΙΝΣΕΠ με τον Δήμο και η παραχώρηση υποδομής, ή η ανάθεση παροχής υπηρεσίας  και είναι το μέσον με το οποίο ο μεν Δήμος στηρίζει και οικονομικά τον φορέα της κοινωνικής οικονομίας αλλά και οι φορείς αποκτούν πεδίο οικονομικής δραστηριότητας εκπληρώνοντας την αποστολή τους.

Συμπερασματικά, ο Δήμος με προοδευτικό προσανατολισμό:
  • Ενθαρρύνει κάθε μορφή κοινωνικοοικονομικής συμμετοχής που ανατάσσει το τοπικό κοινωνικό κεφάλαιο και παράλληλα δημιουργεί θέσεις εργασίας
  • Επιτυγχάνει την κοινωνικοποίηση ομάδων του πληθυσμού που έως τώρα ήταν στο περιθώριο
  • Ενισχύει τη κοινωνική συνοχή και συνεπώς κινεί  έστω και δύσκολα ένα βήμα για την κοινωνική ανάπτυξη.
Τέλος το πολιτικό προσωπικό της Αυτοδιοίκησης ενδέχεται να αλλάξει νοοτροπία, να απαλλαγεί από το σύνδρομο των πελατειακών σχέσεων και να ξαναδεί την πολιτική συμμετοχή ως προσφορά και όχι ως αποθέωση του πολιτικού ατομισμού.
Λέμε όμως ότι όλα αυτά είναι πολύ δύσκολα, θέλουν δουλειά αλλά πάνω απ΄όλα θέλουν σταθερή προοδευτική πολιτική που κτίζει δεσμούς κοινωνικής εμπιστοσύνης. Θέλουν νέες αντιλήψεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Θέλει εμπέδωση και πιστή προσήλωση στη διαφάνεια και την λογοδοσία, θέλει ανοικτούς ορίζοντες. Εξάλλου και η σχέση Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κοινωνικής οικονομίας είναι μια σχέση  ανοικτών οριζόντων, μία σχέση διάφανου καθρέπτη, δεν έχει χώρο για παραγοντισμό, ιδιοτέλεια και χειραγώγηση.

Οι συμβασιούχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης

Του Δημήτρη Κατσούλη

Επί μακρόν οι Δήμαρχοι έμαθαν να υπακούουν στη νομοθεσία για τη δίκαιη διαδικασία προσλήψεων υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ αλλά  πρέπει να θέσουν και οι ίδιοι κανόνες για την αντικειμενική μέτρηση των αναγκών. Αυτή είναι μία κατάκτηση πολιτικής ηθικής σε ένα περιβάλλον άκρως πελατειακό και είναι η αργόσυρτη συνέπεια μίας κορυφαίας μεταρρυθμιστικής τομής, εκείνης του λεγόμενου «Νόμου Πεπονή». Εξάλλου, η γνώση των αναγκών, η μέτρηση των δυνατοτήτων και η λογοδοσία στους δημότες είναι το ασφαλές και λειτουργικό πλαίσιο για την κατοχύρωση της διοικητικής αυτοτέλειας και την διεκδίκηση του σεβασμού στην τοπική αυτονομία. Συνεπώς στο θέμα των συμβασιούχων η τοπική αυτοδιοίκηση πρέπει να έχει σαφές και ειλικρινές πλαίσιο δράσης. Μέτρηση αναγκών, κάλυψη των παγίων αναγκών με μόνιμο προσωπικό, μείωση στο μέτρο του δυνατού των εποχιακών αναγκών.
Αυτό θα ήταν το ορθό πλαίσιο εάν δεν είχαμε την απαγόρευση των προσλήψεων και συνεπώς την αδυναμία πρόσληψης μόνιμου προσωπικού για την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών. Σωστά η τοπική αυτοδιοίκηση διατύπωσε το αίτημα για απελευθέρωση των προσλήψεων στις ανταποδοτικές υπηρεσίες. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι σε αυτές συγκεντρώνεται ο πληθυσμός των συμβασιούχων.
Ελευθερία προσλήψεων μονίμου προσωπικού στις ανταποδοτικές υπηρεσίες αποτελεί τη δίκαιη και σταθερή λύση για την αντιμετώπιση των εργασιακών αναγκών στη τοπική αυτοδιοίκηση. Αυτό όμως δεν γίνεται δεκτό. Το κεντρικό κράτος με αναταγμένα στο έπακρον, στην εποχή των μνημονίων,  τα συγκεντρωτικά του αντανακλαστικά κλείνει τα μάτια σε μία προφανή εξαίρεση. Οι ανταποδοτικές υπηρεσίες πληρώνονται από τους δημότες και το μισθολογικό και λειτουργικό κόστος ενσωματώνεται στα ανταποδοτικά τέλη. Ασφαλώς η φτωχοποιημένη τοπική κοινωνία δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της κάλυψης του συνόλου των αναγκών με ανάλογη χρηματοδότηση των υπηρεσιών αλλά το μέτρο της συνεισφοράς της θα το συμφωνήσει με την αιρετή ηγεσία του Δήμου, στο πλαίσιο της τοπικής δημοκρατίας.  Συνεπώς μπορεί ο Δήμος να προσλάβει όσο προσωπικό αντέχει ο προϋπολογισμός των ανταποδοτικών υπηρεσιών.  Αυτό το προσωπικό πρέπει οπωσδήποτε να είναι μόνιμο εφόσον καλύπτει πάγιες και διαρκείς ανάγκες και αυτές προηγούνται των προσωρινών και εποχιακών. Αυτή η εύλογη ελευθερία, η τοπική αυτονομία,  δεν αναγνωρίζεται από τις Κυβερνήσεις και την συγκεντρωτική νομενκλατούρα των Υπουργείων Οικονομικών και Εσωτερικών. Γιαυτό αντιμετωπίζουν ισοπεδωτικά τη στελέχωση της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Κοντά σε αυτή την συγκεντρωτική κουλτούρα του Κράτους προσέρχεται και η συγκεντρωτική αντίληψη της Κυβέρνησης η οποία αντιμετωπίζει με  καχυποψία την τοπική αυτοδιοίκηση και με  «φιλεργατική» ρητορεία τον στρατό των συμβασιούχων δημιουργώντας τους προσδοκίες για μελλοντική μονιμοποίηση κατά παρέκκλιση των διαδικασιών του νόμου Πεπονή όπως άλλωστε «δίδαξε» στο πρόσφατο παρελθόν και ο νυν Πρόεδρος της Δημοκρατίας.  Η Κυβέρνηση, στο ζήτημα των συμβασιούχων της τοπικής αυτοδιοίκησης προχώρησε και σε ένα άλλο ατόπημα. Παραβίασε την αρχή της διοικητικής αυτοτέλειας και της τοπικής αυτονομίας, δηλαδή δεν υπάκουσε στο Σύνταγμα και τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας που εν προκειμένω υλοποιείται με την απόλυτη διαχείριση εκ μέρους των αιρετών οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης όλων των ζητημάτων που αναφέρονται στην πρόσληψη των μόνιμου ή με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου προσωπικού.
Το πρόβλημα των Συμβασιούχων της τοπικής αυτοδιοίκησης διογκώθηκε εξαιτίας:
Πρώτον: Της πρωτοβουλίας της Κυβέρνησης να το αντιμετωπίσει νομικά και πολιτικά αγνοώντας το Σύνταγμα και την τοπική αυτονομία, αγνοώντας τη θεσμική θέση της τοπικής αυτοδιοίκησης.
Δεύτερον: Της επανάληψης πολιτικών παρέκκλισης από το δημοκρατικό θεσμικό κεκτημένο του Νόμου Πεπονή και συνεπώς της διολίσθησης σε επιλογές πελατειασμού όπως η δεξιά διακυβέρνηση 2004-2009 που ως γνωστόν οδήγησε τη χώρα στα βράχια.
Τρίτον: Της αδυναμίας ή της αδιαφορίας των συλλογικών οργάνων της Αυτοδιοίκησης να προτάξουν την υπεράσπιση της τοπικής αυτονομίας και των δημοκρατικών θεσμικών κεκτημένων  αντί της μάχης χαρακωμάτων και δημοσίων σχέσεων ή της υπαγωγής σε στρατηγικές κεντρικής εξουσίας.

Οι συμβασιούχοι της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι βέβαια μία μόνο πράξη ενός γενικότερου μωσαϊκού ετεροπροσδιοριζομένων πολιτικών ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού στους Δήμους. Η υποστελέχωση ως απόρροια του ασφυκτικού περιορισμού των προσλήψεων βρήκε προσδοκία διεξόδου στην περίφημη κινητικότητα στο δημόσιο και ειδικότερα στην ενδοαυτοδιοικητική  κινητικότητα. Η ενδεχόμενα βραχυπρόθεσμη επίλυση μερικών προβλημάτων στελέχωσης όμως, απόλυτα ασύνδετη με την αποκέντρωση των δημοσίων πολιτικών προς την αυτοδιοίκηση, μεσο-μακροπρόθεσμα θα λειτουργήσει σε βάρος της τοπικής αυτοδιοίκησης διότι δεν λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες που θα γεννηθούν από την διεκδίκηση  της τολμηρής και ουσιαστικής αποκέντρωσης  στο πλαίσιο της στρατηγικής για την πολυεπίπεδη δημοκρατική διακυβέρνηση.  Εκτός εάν η ίδια η Αυτοδιοίκηση δεν έχει αυτή την στρατηγική αλλά αρκείται στο περιθώριο του πιο συγκεντρωτικού πολιτικού και διοικητικού συστήματος της Ευρώπης και όχι μόνο. Με άλλα λόγια ενώ οι δυνάμεις του συγκεντρωτισμού ρυθμίζουν τα πάντα προς όφελός τους οι δυνάμεις της αποκέντρωσης παραμένουν ανίσχυρες χωρίς στρατηγικό προσανατολισμό.

Σήμερα όσο ποτέ άλλοτε η τοπική αυτοδιοίκηση έχει μόνο έναν δρόμο που συνάδει με την στρατηγική διεκδίκησης του ευρωπαϊκού αυτοδιοικητικού κεκτημένου, τον δρόμο της διεκδίκησης τολμηρής αποκέντρωσης με ταυτόχρονη μεταφορά αρμοδιοτήτων, πόρων και ανθρώπινου δυναμικού. Αυτή εξάλλου είναι και η πρόταση αλλαγής του πολιτικού και διοικητικού συστήματος ως μοχλός τερματισμού της μνημονιακής εποχής.
Η άμεση μεταβίβαση όλων των αρμοδιοτήτων που όρισε ο «Καλλικράτης» στους Δήμους και τις Περιφέρειες είναι η γραμμή εκκίνησης και όχι το ξαναμοίρασμά τους. Με βάση αυτό το πλαίσιο αρμοδιοτήτων η Αυτοδιοίκηση πρέπει να διεκδικήσει πόρους και ανθρώπινο δυναμικό. Σε αυτή την προοπτική έχει νόημα και η κινητικότητα των δημοσίων υπαλλήλων από τα Υπουργεία προς τους Δήμους και τις Περιφέρειες, και η οριστική επίλυση της όντως διαχρονικής και διακομματικής ομηρείας των συμβασιούχων  με την αυστηρή εφαρμογή του νόμου Πεπονή σχετικά με την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών με μόνιμο προσωπικό. Πρώτο βήμα η αποδέσμευση των προσλήψεων μόνιμου προσωπικού στις ανταποδοτικές υπηρεσίες των Δήμων. Όλα τα άλλα μας γυρίζουν δεκαετίες πίσω και αποθεώνουν τον συγκεντρωτισμό, τη πελατειακή διακυβέρνηση και υπονομεύουν την προοπτική της δημοκρατικής πολυεπίπεδης πολιτείας.


Τοπική Αυτοδιοίκηση και Κοινωνική Οικονομία


Του Δημήτρη  Κατσούλη
                 * Εισήγηση στην Ημερίδα 
για την Κοινωνική και Αλληλέγγυα Οικονομία
6 Μαίου 2017, ΧΑΛΚΙΔΑ

Οι μορφές κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας οργανώνονται και λειτουργούν κυρίως στην μικροκλίμακα του τοπικού. Εκεί συναντώνται ο πολιτειακός θεσμός δημόσιας εξουσίας που είναι η τοπική αυτοδιοίκηση και ο κοινωνικοοικονομικός θεσμός της κοινωνικής οικονομίας. Θα λέγαμε ότι εκεί συναντάται το τοπικό πολιτικό και διοικητικό σύστημα με τις ενεργές συλλογικότητες της αντίστοιχης κοινωνίας.
Σωστά η σχέση τους θεωρείται προνομιακή. Από ορισμένους ίσως και δεδομένη. Προνομιακή είναι, δεδομένη δεν είναι.
Ο Δήμος είναι πεδίο διαμόρφωσης και άσκησης δημοσίων πολιτικών  για «την προστασία, την ανάπτυξη και τη συνεχή βελτίωση των συμφερόντων και της ποιότητας ζωής της τοπικής κοινωνίας. Την αποστολή αυτή δεν θα τη φέρει σε πέρας  εάν δεν διαμορφώσει  ευνοϊκές συνθήκες για την κοινωνική συνοχή στην μικροκλίμακα του τοπικού. Κοινωνική συνοχή σημαίνει εν προκειμένω λιγότερη φτώχεια, λιγότερη ανεργία, παραγωγή και δίκαιη ανακατανομή τοπικού πλούτου, δηλαδή κοινωνική πολιτική για την πρόνοια και την αλληλεγγύη και συνάμα προώθηση του εθελοντισμού, της συμμετοχής, της συλλογικής δράσης της κοινωνίας των πολιτών  διαμέσου και της συλλογικής οργάνωσης για την παραγωγή κοινωνικών αγαθών παράλληλα με την παραγωγή εισοδήματος και συνεπώς μείωση των τοπικών οικονομικών ανισοτήτων.
Ο Δήμος, μπορεί και πρέπει να έχει κοινωνική πολιτική και δράση για την κοινωνική συνοχή, πρέπει να έχει στρατηγική και επιχειρησιακό πρόγραμμα  κοινωνικής συνοχής.
Θα πουν ίσως αρκετοί, αυτό είναι το καθήκον του Δήμου ή η ευκαιρία του  στον καιρό της οικονομικής κρίσης που μαστίζει την χώρα.
Εγώ θα πω ότι ο Δήμος που ανακάλυψε μέσα στην κρίση το καθήκον του γιατί ως προϊόν πολιτικής επικοινωνίας πουλάει ότι έχει περιτύλιγμα την αλληλεγγύη είναι διαφορετικός από τον Δήμο που έχει ως  σταθερό άξονα της πολιτικής του την στρατηγική για την κοινωνική συνοχή και δοκιμάζει εμπειρίες για να κτίσει μία σταθερή και προσανατολισμένη  στρατηγική έχοντας κατανοήσει αυτό ως βασική προτεραιότητα της αποστολής του. Όχι μόνο μέσα στην κρίση αλλά και έξω από αυτή, αλλά και ως εργαλείο για να βγάλει- στο μέτρο του δυνατού την κοινωνία του συνεκτική, ισχυρή και δημιουργική στον δρόμο μίας βιώσιμης ανάπτυξης στην οποία η κοινωνία προσδοκά.
Είναι συνεπώς άλλο να κάνουμε δράσεις κοινωνικής αλληλεγγύης κοντά στον κλασικό δρόμο της πεπατημένης της διαχείρισης των τεχνικών υποδομών της πόλης και του χωριού υπό την μορφή μάλιστα πολιτικού πάρεργου ή αναγκαίου κακού ή καλού επικοινωνιακού προφίλ και άλλο έχω πρόγραμμα κοινωνικής αλληλεγγύης και πρόνοιας, έχω στρατηγικό σχέδιο κοινωνικής συνοχής γιατί αυτός είναι ο δρόμος για να κτίσω μία συμμετοχική ευημερούσα κοινωνία η οποία έχει κυρίαρχο λόγο για την ζωή και την εξέλιξή της.

Με άλλα λόγια, οι Δημοτικές Αρχές που έχουν στρατηγική κοινωνικής ανάπτυξης, να χαράσσουν τον δρόμο με τη μόχλευση του τοπικού κοινωνικού κεφαλαίου.
Αυτές οι Δημοτικές Αρχές βάζουν ψηλά τον στόχο και τον πήχη της συμμετοχής, του εθελοντισμού και της κοινωνικής αλληλεγγύης, γίνονται μέντορες, εμψυχωτές και στηρίγματα των πρωτοβουλιών της κοινωνίας των πολιτών.
Οι άλλες που φτιασιδώνονται το κοινωνικό πρόσωπο βάζουν μπροστά τον ψηφοφόρο πελάτη, την επικοινωνιακή φιγούρα, ενδεχομένως και τις ψευδεπίγραφες πρωτοβουλίες μικρής διάρκειας και μέτρησης του πολιτικού κόστους/ πολιτικού όφελους.
Τι μπορεί να κάνει αυτή η πρωτοπόρα συμμετοχική και αυθεντικά αλληλέγγυα Αυτοδιοίκηση; Πολλά !!!
Πρώτα απ΄όλα να ενθαρρύνει, να προτρέψει, να στηρίξει πρωτοβουλίες των πολιτών, πρωτοβουλίες κοινωνικής οικονομίας και εν γένει αλληλέγγυας οικονομίας.
Θα πω ένα παράδειγμα από την εμπειρία μου.
Έχοντας πάντα την στρατηγική που σας ανέπτυξα, του Δήμου ως στρατηγικού μοχλού της κοινωνικής συνοχής, φρόντιζα να εντοπίζω διαθέσιμα προγράμματα που έβαζαν μέσα στην οικονομία στρώματα του τοπικού πληθυσμού που ήταν ανενεργά. Ένας τέτοιος τομέας ήταν η Γυναικεία Επιχειρηματικότητα. Λέω: «σε άλλες περιοχές υπάρχουν πρωτοβουλίες και σημαντικό έργο από τους Αγροτουριστικούς Συνεταιρισμούς Γυναικών. Αυτές οι γυναίκες τι παραπάνω έχουν από τις γυναίκες του Δήμου Αυλώνος, του Αυλωναρίου, της Οκτωνιάς, της Αχλαδερής, του Αγίου Γεωργίου κ.ο.κ.»
Οι συνεργάτες μου, ή καλύτερα συνεργάτριές μου στο Δήμο, ήρθαν σε επαφή με την Γενική Γραμματεία Ισότητας, προσφέρθηκε ένα στέλεχος που περισσότερο έμοιαζε με μέντορα παρά με κλασσική Δημόσια Υπάλληλο, συμμετείχε με ενθουσιασμό και η τότε υπεύθυνη της Ισότητας του Νομού την κ. Σίσσυ Λαίου,  και οι γυναίκες του Συνεταιρισμού της Αρτάκης. Διοργανώσαμε ημερίδες ενημέρωσης στο Αυλωνάρι όπου οι Αρτιακιανές δεν μίλησαν μόνο για τα πλεονεκτήματα αλλά και τα προβλήματα της δικής τους εμπειρίας αλλά έφεραν και παρουσίασαν τα προϊόντα τους. Έγινε δεύτερη Ημερίδα στην Χαλκίδα. Πάλι συνάντηση στο Αυλωνάρι. Ξεκίνησαν πάνω από 20 γυναίκες από όλα τα χωριά του Δήμου. Συμμετείχαν, προβληματίστηκαν, συζήτησαν με τις οικογένειές τους διότι μιλάμε για οικονομική δραστηριότητα που απαιτεί έστω μικρό κεφάλαιο, απαιτεί χρόνο, απαιτεί αλλαγή των ενδοοικογενειακών καταστάσεων, έχει και φορολογικές επιπτώσεις. Όλα αυτά τα μέτρησαν. Από τις 20 φθάσαμε στις δώδεκα για να καταλήξουν οι επτά που δημιούργησαν τον Γυναικείο Συνεταιρισμό Δήμου Αυλώνος «Η AVALONA”. Έκτοτε οι «Αβαλόνες» στέριωσαν, άνοιξαν το εργαστήριο και το κατάστημά τους ακριβώς απέναντι από το Άγιο Δημήτριο στα Χάνια, πήγαν σε δεκάδες εκθέσεις και Συνέδρια, έμαθαν, πειραματίστηκαν, και το αποτέλεσμα;
Περίπου επτά γυναίκες  έγιναν οικονομικά ενεργές και πηγαίνουν έστω και αυτό το πενιχρό εισόδημα στο σπίτι τους.
Γιαυτές κοινωνική και οικονομική ένταξη.
Για την τοπική κοινωνία;
Ένα παράδειγμα που ταξιδεύει πια σε όλη την Ελλάδα. Γίνεται πρεσβευτής του τόπου μας, αυτό που είναι ο Αγροτουρισμός ως αντικείμενο της κοινωνικής οικονομίας.
Για την Δημοτική Αρχή, τίποτε άλλο από την πολιτική και ηθική ικανοποίηση ότι δημιουργήσαμε σε μία άγονη περιοχή κοινωνικής συμμετοχής και δράσης, μια συμμετοχική πρωτοβουλία, έναν θεσμό κοινωνικής οικονομίας που ανθίζει.  Δεν θέλαμε τίποτε άλλο.
Νιώθω περήφανος γιαυτό. Οι όσες τεχνικές υποδομές κάναμε, μετά από τόσα χρόνια ξεχάστηκαν, απαξιώθηκαν, ολοκλήρωσαν τον κύκλο τους. Αυτή η πρωτοβουλία κοινωνικής συμμετοχικής οικονομίας συνεχίζει και είναι πρεσβευτής μας σε όλη την Ελλάδα.
Ούτε στήριξη οικονομική δώσαμε, ούτε στήριξη πολιτική ζητήσαμε. Ενθαρρύναμε, προωθήσαμε, στηρίξαμε με την ενθάρρυνση. Αυτή είναι μία υγιής παρέμβαση της τοπικής αυτοδιοίκησης στην τοπική κοινωνία.
Θα μπορούσα να αναφέρω και άλλα παραδείγματα όπως η προώθηση και η έμπρακτη υποστήριξη του Συλλόγου Εθελοντών Πολιτικής Προστασίας.
Η συγκρότηση του Αναπτυξιακού Συμβουλίου ως βήματος διαβούλευσης Δήμου και συλλογικών φορέων της περιοχής. Προέκυψε ως απόσταγμα ερευνητικού  προγράμματος για τη διερεύνηση των αναπτυξιακών δυνατοτήτων του Δήμου Αυλώνος, αναδεικνύοντας την συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας πολιτών καθοριστικό παράγοντα κάθε αναπτυξιακής προσπάθειας.
Υπάρχουν πολλά άλλα παραδείγματα σε πολλούς Δήμους της Ελλάδας και του Εξωτερικού.
Οι αυτοδιαχειριζόμενοι Δημοτικοί Λαχανόκηποι  με την παραχώρηση δημοτικής αγροτικής γης (π.χ. “orti degli anziani”)
Οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί αυτοδιαχείρισης των Βρεφονηπιακών και Παιδικών Σταθμών.
Οι Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί για την παροχή υπηρεσιών στα Νεκροταφεία, Κοινωνικοί Συνεταιρισμοί για την διαχείριση των ρευμάτων των στερεών αποβλήτων.
Η αυτοδιαχείριση κοινωνικών και τεχνικών υποδομών της πόλης, όπως αυτοδιαχείριση ΚΑΠΗ, Αυτοδιαχείριση κοινόχρηστων χώρων κ.ο.κ.
Ο κατάλογος είναι μεγάλος και διαρκώς μπορεί να εμπλουτίζεται.
Το ισχύον θεσμικό πλαίσιο ως προς την κατοχύρωση των πρωτοβουλιών της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι αρκετά γόνιμο.
Νομίζω ότι πέραν των πρωτοβουλιών ενθάρρυνσης, προώθησης και υποστήριξης που συνήθως δεν απαιτούν συγκεκριμένο νομικό πλαίσιο και συνακόλουθα δεν έχουν απαραιτήτως οικονομική βάση, προβλέπεται ο θεσμός της προγραμματικής σύμβασης της ΚΟΙΝΣΕΠ με τον Δήμο και η παραχώρηση υποδομής, ή η ανάθεση παροχής υπηρεσίας  και με αυτό τον τρόπο ο μεν Δήμος στηρίζει και οικονομικά τον φορέα της κοινωνικής οικονομίας αλλά και οι φορείς αποκτούν πεδίο οικονομικής δραστηριότητας εκπληρώνοντας την αποστολή τους.
Με αυτό το πλαίσιο προγραμματικών συμβάσεων  η Τοπική Αυτοδιοίκηση ολοκληρώνει την υποστήριξη στους φορείς κοινωνικής οικονομίας.
Ενθαρρύνεται αυτή η μορφή κοινωνικοοικονομικής συμμετοχής και δημιουργούνται θέσεις εργασίας
Επιτυγχάνεται η κοινωνικοποίηση ομάδων του πληθυσμού που έως τώρα ήταν στο περιθώριο
Ενισχύεται η κοινωνική συνοχή και συνεπώς συντελείται έστω και δύσκολα ένα βήμα για την κοινωνική ανάπτυξη.
Τέλος το πολιτικό προσωπικό της Αυτοδιοίκησης ενδέχεται να αλλάξει νοοτροπία, να απαλλαγεί από το σύνδρομο των πελατειακών σχέσεων και να ξαναδεί την πολιτική συμμετοχή ως προσφορά και όχι ως αποθέωση του πολιτικού ατομισμού.

Όλα αυτά είναι πολύ δύσκολα, θέλουν δουλειά. Θέλουν νέες αντιλήψεις στην Τοπική Αυτοδιοίκηση αλλά και στο κίνημα της κοινωνικής οικονομίας και της αλληλεγγύης. Θέλει εμπέδωση και πιστή προσήλωση στη διαφάνεια και την λογοδοσία. Η σχέση Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κοινωνικής οικονομίας είναι μια σχέση διάφανου καθρέπτη δεν έχει χώρο για παραγοντισμό, ιδιοτέλεια και χειραγώγηση.
Αυτός ο δρόμος, ο δρόμος της προοδευτικής αυτοδιοίκησης, ο δρόμος της προοδευτικής κοινωνίας αξίζει και πρέπει να χαραχθεί.
Σε ένα τόπο που κατάντησαν άπιαστο όνειρο οι «δρόμοι των μεταφορών» (οι οδικοί άξονες) ας τολμήσουμε να χαράξουμε δρόμους οργάνωσης και ανάτασης της κοινωνίας των πολιτών, ίσως σήμερα είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαίοι και επιτακτικοί.
Όπως ξέρετε οι δρόμοι χαράσσονται από τους διαβάτες με επιμονή, αγώνα και κόπο αλλά είναι αυτοί που οδηγούν στην καλύτερη κοινωνία και στην καλύτερη ζωή.


Λάμπρος Μίχος: Ένα ρωμαλέο Αυτοδιοικητικό Κίνημα απαιτούν οι καιροί.


Χαιρετισμός στην Ημερίδα «Τολμηρή Αποκέντρωση Ισχυρή Αυτοδιοίκηση. Αθήνα 5 Μαίου 2017 (Διοργάνωση: Δίκτυο Αυτοδιοίκησης Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών )

Πρώτα να εκφράσω πριν από όλα τη χαρά για την συμμετοχή σας , όσους βοήθησαν να πετύχει, ιδίως τους εισηγητές που πολύ πρόθυμα ανταποκρίθηκαν και εξαιρετικά τον Πρόεδρο που πιστεύει πολύ στο θεσμό της Αυτοδιοίκησης και μας ενθάρρυνε ιδιαιτέρως να σκύψουμε σοβαρά στο θέμα ανοίγοντας ένα ουσιαστικό διάλογο.
Ξέρουμε τη σημερινή έλλειψη αξιοπιστίας του δημόσιου λόγου και την περιορισμένη σημασία που έχει όχι άδικα, στη δημόσια σφαίρα. Εννοούμε όμως αυτή την εκδήλωση ως μια πολύ χρήσιμη και απαραίτητη εκκίνηση για να αναδειχθεί ο ρόλος της Αυτοδιοίκησης στη Δημοκρατική ανασύνταξη του κράτους, και όχι μόνο να αναδειχθεί αλλά και να αναληφθεί πρωτοβουλία από τους αιρετούς αυτοδιοικητικούς να κινητοποιήσουν και να εμπνεύσουν την κοινωνία για αυτό.
Αυτοί διαθέτουν το μοναδικό πλεονέκτημα και προνόμιο να συναναστρέφονται την κοινωνία και να μιλάνε με το λαό.
Πώς θα σπάσει το κλειστό κύκλωμα εξουσίας και συμφερόντων που οδηγεί σε ολοένα και μεγαλύτερη απόγνωση το λαό?
Πώς θα διακοπεί η ασυδοσία του ιδιωτικού κεφαλαίου και του κέρδους που καταβροχθίζει βουλιμικά τον πλούτο της πατρίδας μας καθώς προκλητικά αγνοείται ο ρόλος και ο λόγος της αυτοδιοίκησης στην όποια αναπτυξιακή διαδικασία; Επιτρέψτε μου Να μη θέλω να αποδεχθώ την περιορισμένη ευθύνη του αιρετού αυτοδιοικητικού, μπροστά στις αδιέξοδες και βλαπτικές για τον τόπο και τους πολίτες πολιτικές.
Νομίζω και η κοινωνία το θέλει και οι καιροί και οι συνθήκες το απαιτούν:
Ένα ρωμαλέο Αυτοδιοικητικό Κίνημα με επίγνωση της λαϊκής του νομιμοποίησης, της ισχύος του και του ιστορικού του προορισμού.
Ένα κίνημα που να αντιστέκεται στην ετσιθελική υποταγή των θεσμών της αυτοδιοίκησης και της αποκέντρωσης στο σύστημα επιρροής της εκτελεστικής εξουσίας.
Σε αυτή την κρίσιμη καμπή της Νεοελληνικής Ιστορίας οι αυτοδιοικητικοί δεν πρέπει να καταστούν μοιραίοι. Αρκετά είναι τα πρόθυμα ΝΑΙ που αλόγιστα προσφέρθηκαν στην Κεντρική εξουσία και που τραυμάτισαν ήδη αρκετά το κύρος του θεσμού.
Δεν θέλει ο κόσμος να βλέπει τους εκπροσώπους του να εξαντλούν τη δράση τους σε ένα κύκλο φιλοφρονήσεων και σε μάχες οπισθοφυλακής για τη διεκδίκηση ψιχίων.
Έτσι εξασφαλίζονται καλές δημόσιες σχέσεις αλλά ταυτόχρονα συνειδητά ή ασυνείδητα όσοι το επιλέγουν συμβάλλουν στην ακινησία, στην παρακμή και στην απαξίωση του θεσμού και των λειτουργών του.
Οι κοινωνίες που αγωνιούν για το μέλλον τους, οι πόλεις που πάλλονται ασυμβίβαστες με τη μοίρα τους θέλουν Δημάρχους οραματιστές και δημιουργούς, Δημάρχους με τόλμη και επίγνωση, Δημάρχους πρωταγωνιστές στα σύγχρονα προβλήματα, της φτώχειας, των ανθρώπινων δικαιωμάτων της καταρράκωσης των θεσμών και ταυτόχρονα και απαραίτητα Δημάρχους με ήθος με διαφάνεια με λογοδοσία.

Με αυτές τις αρχές προσδιόρισε τον ιστορικό βηματισμό του το Αυτοδιοικητικό κίνημα και με αυτές τις αρχές θα κινηθεί στα νέα του καθήκοντα.   

«Αλλαγή του Καλλικράτη»: Γιατί; Προς τα που; Πως;


Εισήγηση του Δημήτρη Κατσούλη 
 Ημερίδα με θέμα: Τολμηρή Αποκέντρωση Ισχυρή Αυτοδιοίκηση. Αθήνα 5 Μαίου 2017 (Διοργάνωση: Δίκτυο Αυτοδιοίκησης Κινήματος Δημοκρατών Σοσιαλιστών )
Εισαγωγή
Το κοινό σύνθημα της συζήτησης για την μεταρρύθμιση στη τοπική αυτοδιοίκηση είναι η «Αλλαγή του Καλλικράτη». Κυβέρνηση αλλά και συλλογικά όργανα της Αυτοδιοίκησης (ιδίως η ΚΕΔΕ) προωθούν αυτό το σύνθημα.
Τελικά ποιος είναι ο Καλλικράτης που θα αλλάξει;
Η θεματολογία των προτεινομένων μεταρρυθμίσεων υπό τον στόχο της «Αλλαγής του Καλλικράτη» αναδεικνύει δύο διακριτά «είδωλα» του «Καλλικράτη»: Το ένα είναι ο  νόμος 3852/2010 (υπονοώντας ιδίως το «χωροταξικό»), το άλλο είναι το σύνολο των σημαντικών ή ασήμαντων ζητημάτων, τα οποία η κάθε πλευρά εντοπίζει ως επείγουσες και αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που έχουν ως αφετηρία την Αυτοδιοίκηση προ ή μετά το 2010. Αυτό είναι το φαντασιακό είδωλο το «σκιάχτρο του Καλλικράτη».
Σήμερα, η «Αλλαγή του Καλλικράτη» εστιάζεται κυρίως σε αυτό το «φαντασιακό είδωλο». Εκεί συσσωρεύεται η μεταρρυθμιστική αγωνία, σε θέματα αρμοδιοτήτων, πόρων, οικονομικής αυτοτέλειας, συστήματος διακυβέρνησης, εκλογικού συστήματος, καταστατικής θέσης, σχέσεων Δήμων και Περιφερειών κ.ο.κ.
Αφού πλέον συνεννοηθούμε σε μία κοινή έννοια περί «Αλλαγής του Καλλικράτη» ως συνώνυμο της «Αλλαγής στην Αυτοδιοίκηση» μπαίνουν μπροστά μας τα μεγάλα ερωτήματα:
Γιατί Αλλαγή της Αυτοδιοίκησης; Προς τα που; Προς ποια κατεύθυνση; και Πως, με ποια μέθοδο, με ποιο σχέδιο;

Από το Συγκεντρωτικό στο Επιτελικό Κράτος
Για να απαντήσουμε στο πρώτο ερώτημα -γιατί Αλλαγή στην Αυτοδιοίκηση;-  βασιζόμαστε σε ορισμένες παραδοχές:
Το Ελληνικό Κράτος είναι από τα πλέον συγκεντρωτικά στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως. Αυτό προκύπτει, πέρα από όσα βιώνουμε, και από σχετικά πρόσφατες έρευνες που το επιβεβαιώνουν.
Αυτό το συγκεντρωτικό Κράτος υπάρχει γιατί η Αυτοδιοίκηση, παρά τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων 40 χρόνων, δεν έγινε υποδοχέας σοβαρών και εκτεταμένων αρμοδιοτήτων, δεν έγινε δηλαδή το πεδίο μίας βαθιάς αποκέντρωσης της εξουσίας, ενώ στο μέτρο που μεταφέρθηκαν, κατά κανόνα ήσσονος βαρύτητας, αρμοδιότητες, αυτές δεν συνοδεύτηκαν από την μεταφορά και των πόρων.
Η δημόσια εξουσία, παρέμεινε συγκεντρωμένη στα Υπουργεία και δευτερευόντως στα περιφερειακά κρατικά όργανα.
 Αλλά και αντίστροφα το Κράτος παραμένει συγκεντρωτικό γιατί η Αυτοδιοίκηση δεν έχει την θέση που έπρεπε να έχει στο διοικητικό και πολιτικό σύστημα όχι μόνο ένεκα του θεσμικού πλαισίου αλλά κυρίως λόγω του συγκεντρωτικού θεσμικού πολιτισμού που διέπει το πολιτικό σύστημα συμπεριλαμβανομένου και του κομματικού.
Η εμπειρία των μεταρρυθμίσεων που προηγήθηκαν την δεκαετία του 80, η ίδρυση της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης, το Πρόγραμμα «Ιωάννης Καποδίστριας», το «Πρόγραμμα Καλλικράτης»  ανέδειξε, ως αχίλλειο πτέρνα της στρατηγικής για την Ισχυρή Αυτοδιοίκηση, την αδυναμία των δομικών και χωρικών αλλαγών να σπάσουν τον απόρθητο κάστρο του συγκεντρωτισμού.
Οι αλλαγές στις δομές και στις χωρικές ενότητες, η δημιουργία αυτοδιοικητικών υποκειμένων με έκταση και πληθυσμό που υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, δεν αρκούν για να οδηγήσουν  στην Ισχυρή Αυτοδιοίκηση εάν δεν ακολουθούν την ουσιαστική Αποκέντρωση με άμεσο στρατηγικό στόχο το τέλος του πλέον συγκεντρωτικού κράτους στην Ευρώπη και το πέρασμα σε μία νέα Πολυεπίπεδη Δημοκρατική Πολιτεία βασισμένη στην τολμηρή, την γενναία, αποκέντρωση της δημόσιας εξουσίας προς τα κάτω, προς τον πολίτη και τις τοπικές κοινωνίες.

Η Τοπική Αυτοδιοίκηση ως ισχυρός πυλώνας Δημοκρατίας, Διαφάνειας, Ανάπτυξης και Κοινωνικής Συνοχής.

ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΙΛΙΟΥ ΝΙΚΟΥ ΖΕΝΕΤΟΥ
ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΙΔΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗ
04.05.2017 – Πολιτιστικό Κέντρο ΟΤΕ (Γ΄ Σεπτεμβρίου 110, Αθήνα)

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ:
Για το Ελληνικό κράτος η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι ένας θεσμός, ο οποίος εμφανίζεται από την Αρχαιότητα, όπου ο Κλεισθένης ο Αθηναίος διαίρεσε την Αθηναϊκή Πολιτεία σε (100) δήμους με άμεσα εκλεγμένα, από τους κατοίκους της, Διοικητικά Όργανα.
Η διαχρονική αξία και δύναμη του θεσμού της Αυτοδιοίκησης, διαφαίνεται, όμως, μέσα από το παράδοξο της ανάπτυξής της κατά τη διάρκεια μίας από τις δυσμενέστερες περιόδους για την Ελλάδα. Επί Τουρκοκρατίας, πολλές ελληνικές κοινότητες ανέπτυξαν υψηλό βαθμό αυτοδιοίκησης, έγιναν κέντρα τοπικού πολιτισμού και θεματοφύλακες των παραδόσεων του Έθνους.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση μεγαλούργησε στις Ελληνικές κοινότητες, όταν δεν υπήρχε εξάρτηση από την κεντρική εξουσία.
Το 1828 πραγματοποιείται η πρώτη Διοικητική διαίρεση της Ελλάδας, επί Ιωάννη Καποδίστρια όπου για πρώτη φορά εφαρμόστηκε η νομαρχιακή διοίκηση, με τη διαίρεση σε 10 νομούς και 270 περίπου δήμους, οι οποίοι διακρίνονταν σε τρεις κατηγορίες ανάλογα τον πληθυσμό.
Σε αυτούς τους Δήμους υπήρχε ένα μονοπρόσωπο εκτελεστικό όργανο που ήταν ο Δήμαρχος και ένα πολυπρόσωπο συλλογικό Δημοτικό Συμβούλιο.
Οι πόροι των Δήμων προέρχονταν από τη Δημοτική περιουσία, τα αστυνομικά πρόστιμα, τους έμμεσους δημοτικούς φόρους, τους εράνους και την εργασία των δημοτών.
Ενόψει αδυναμίας των περιφερειακών υπηρεσιών του κράτους, οι Δήμοι εκείνης της εποχής, έφεραν το κύριο βάρος για την αντιμετώπιση των τοπικών προβλημάτων.
Διέθεταν εντυπωσιακά πολλές αρμοδιότητες, όπως, την παροχή στέγης και περίθαλψης, την ίδρυση, κατασκευή και συντήρηση σχολείων, οικοδομών και επισκευών, τη μισθοδοσία, την επιβολή έμμεσων δημοτικών φόρων, άμεσων εράνων, τοπικών φόρων και την επιβολή αναγκαστικής άμισθης εργασίας από τους δημότες για τη διεκπεραίωση έργων, με σημαντική προσφορά και στον κοινωνικό τομέα, δηλαδή, νοσοκομεία, ορφανοτροφεία, γηροκομεία, βρεφοκομεία, καθώς και σε θέματα ρυμοτομίας και πολεοδομίας.