Του Δημήτρη Ι. Κατσούλη
«Μεταξύ
των δύο βαθμών τοπικής αυτοδιοίκησης δεν υφίστανται σχέσεις ελέγχου και
ιεραρχίας, αλλά συνεργασίας και συναλληλίας, οι οποίες αναπτύσσονται βάσει του
νόμου, κοινών συμφωνιών, καθώς και με το συντονισμό κοινών δράσεων» ορίζει
το άρθρο 4 του ν.3852/2010.
Η
σχέση των Δήμων με την Περιφέρεια δεν μπορεί να είναι όμοια με την σχέση τους
με τον Κρατικό Νομάρχη ή τον Κρατικό
Περιφερειάρχη. Τα όργανα αυτά ακόμη και όταν λειτουργούσαν στο πλαίσιο του
Δημοκρατικού Προγραμματισμού ήταν ταυτόχρονα όργανα εποπτείας επί των Δήμων και
εκπροσωπούσαν την Κυβέρνηση η οποία στο πλαίσιο του υπερσυγκεντρωτικού κράτους
να ελέγχει και να χειραγωγεί διαμέσου των χρηματοδοτήσεων τους ΟΤΑ.
Το
πέρασμα του μεγαλύτερου μέρους των αρμοδιοτήτων του Κρατικού Περιφερειάρχη
στους αιρετούς και κυρίως η ανάθεση της διοίκησης των Διαχειριστικών Αρχών των
Περιφερειακών Επιχειρησιακών Προγραμμάτων (άρθρο 7 ν.4314/2014) επιτρέπει στους αιρετούς Περιφερειάρχες να ασκούν την
αποστολή τους με τον ίδιο τρόπο που, εκ της θέσεώς τους, ασκούσαν οι Κρατικοί
Περιφερειάρχες. Σε αυτές τις όντως ακραίες αλλά πάντως υπαρκτές και συνήθεις
πρακτικές ο Περιφερειάρχης φαίνεται να είναι εκείνος που έχει το μαχαίρι και το
πεπόνι. Κόβει και μοιράζει όπως θέλει ευνοώντας ή «ρίχνοντας» ανάλογα με τα
κριτήρια που ο καθένας αξιοποιεί.
Εξάλλου οι Περιφερειακές Επιτροπές
Αναπτυξιακού Σχεδιασμού ΕΣΠΑ για τους Δήμους που ιδρύθηκαν με το άρθρο 24Α
του ν.4314/2014 δεν συγκροτήθηκαν ποτέ στην πράξη. Έργο τους ήταν να καλύψουν
το κενό της συμμετοχής των Δήμων στον δημοκρατικό προγραμματισμό ως προς τον
σχεδιασμό και την εφαρμογή των ΠΕΠ. Κανείς στην πρωτοβάθμια αυτοδιοίκηση δεν
τόλμησε να προωθήσει την λειτουργία τους. Έτσι οι Δήμοι άφησαν το πεδίο
ελεύθερο.