Η πολιτική για τη διαχείριση των στερεών αποβλήτων στην “κονίστρα της αλλαγής”

Του Δημήτρη Κατσούλη
Τέως Δημάρχου Αυλώνος Ευβοίας


Η πολιτική της διαχείρισης των στερεών αποβλήτων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των υπό σύγχυση δημόσιων πολιτικών  που ασκούνται στην Ελλάδα την τελευταία πενταετία. Παρότι δεν έχει άμεση σχέση με την βίαιη δημοσιονομική προσαρμογή και συνεπώς δεν είναι υπό την αυστηρή επιτήρηση των δανειστών, αντιθέτως κατευθύνεται από τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αναφέρεται σε ένα τομέα που κατά γενική ομολογία η Ελλάδα υστερεί έναντι των άλλων ευρωπαϊκών και όχι μόνο χωρών, εντούτοις πελαγοδρομεί σε ιδεοληπτικές και συντεχνιακές αγκυλώσεις πίσω από τις οποίες κρύβεται μία δεδομένη δυστυχώς πραγματικότητα: ο σχεδιασμός και η εφαρμογή των δημοσίων πολιτικών στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι αντικείμενο ορθολογικής σκέψης και αντίστοιχης πολιτικής στοχοθεσίας αλλά περιορίζεται σε συρραφή οικονομικών και μόνο συμφερόντων αγνοώντας ότι όποια στάθμιση αυτών θα πρέπει να εντάσσεται αποκλειστικά και μόνο στον «καμβά» του δημοσίου συμφέροντος.
Χαρακτηριστικές εκφάνσεις όσων αναφέρονται πιο πάνω είναι τόσο η αδυναμία του Κράτους, στην κεντρική και αποκεντρωμένη του διάσταση, της τοπικής αυτοδιοίκησης συμπεριλαμβανομένης, να εφαρμόσει ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό  σύστημα διοίκησης και διαχείρισης των δομών διαχείρισης των στερεών αποβλήτων, με άλλα λόγια δεν κατόρθωσε ούτε να εφαρμόσει ούτε να αλλάξει τον ν.4071/2012 για τους Περιφερειακούς ΦΟΔΣΑ που μοιάζει δυσεφάρμοστος, όσο και να παρακολουθήσει και να εφαρμόσει εγκαίρως τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την μείωση των στερεών αποβλήτων, πολιτικές που εφαρμόζονται προ πολλού με θετικά αποτελέσματα σε όλα σχεδόν τα ευρωπαϊκά κράτη. Διαλογή στην πηγή, σχεδιασμένη και μετρήσιμη ανακύκλωση και ανάκτηση των βιοαποβλήτων, μείωση του όγκου που οδεύει στην τελική διάθεση, αξιοποίηση των προϊόντων της ορθολογικής διαχείρισης των στερεών αποβλήτων. Όλα αυτά παραμένουν ανεκπλήρωτοι στόχοι που επαναλαμβάνονται στις επάλληλες νομοθετικές προσαρμογές και απέχουν επίμονα από την σταθερή και αποτελεσματική εφαρμογή στην πράξη.
Οι εκάστοτε Κυβερνήσεις νομοθέτησαν χωρίς να έχουν επαφή με την πραγματικότητα ή καλύτερα υπακούοντας μονοσήμαντα σε συγκεκριμένες πραγματικότητες όπως η προστασία και ενθάρρυνση συγκεκριμένων επιχειρηματικών συμφερόντων, οι συντεχνιακές και άλλες ιδεοληψίες περί των μορφών οργάνωσης και των μεθόδων τελικής διάθεσης και εντέλει την υποβάθμιση της επίτευξης των ποσοτικών και ποιοτικών στόχων που θέτει η ευρωπαϊκή πολιτική για την μείωση των στερεών αποβλήτων, συνεπώς για την εμπέδωση κρίσιμων αλλαγών τόσο στην καταναλωτική συμπεριφορά των πολιτών όσο και στην οργανωτική και επιχειρησιακή ετοιμότητα  των φορέων διαχείρισης και πρωτίστως των Δήμων που αποτελούν έτσι και αλλιώς το πρώτο επίπεδο σχεδιασμού και εφαρμογής των πολιτικών αυτών. Αντιθέτως, ενώ η κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήταν και είναι η μείωση των στερεών αποβλήτων στην Ελλάδα οι αρμόδιες αρχές σύναπταν συμβάσεις με εγγυημένη ποσότητα αποβλήτων για τις μονάδες διαχείρισης, δηλαδή επεδίωκαν εντέλει την αύξηση των αποβλήτων για να εξασφαλιστούν τα κέρδη!!!
Σήμερα η κατάσταση είναι ακόμη πιο πολύπλοκη. Η Κυβέρνηση με τις αρμόδιες δομές της παραπαίει μεταξύ ιδεοληψιών, εφαρμογής των ευρωπαϊκών πολιτικών και συντεχνιακών και κομματικών αγκυλώσεων. Εισήγαγε έναν νέο και σε σωστή κατεύθυνση Εθνικό Σχεδιασμό, ακολουθώντας υποχρεωτικά τις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενώ παράλληλα αμφισβητεί, ενίοτε υπονομεύει, αλλά εφαρμόζει εφόσον δεν αλλάζει τις δομές διαχείρισης και το σύστημα διοίκησης των Φορέων, αναποτελεσματικά σχεδιασμένο στα μέτρα του προϊσχύσαντος Εθνικού Σχεδιασμού.
Σε αυτό το πολιτικό αλαλούμ δεν είναι αμέτοχη ευθυνών και η τοπική αυτοδιοίκηση πρώτου και δεύτερου βαθμού. Υποταγμένη σε ευκαιριακές διαχειριστικές λογικές, μικρής πνοής και χωρίς την κατανόηση της καρδιάς του προβλήματος δεν είναι ικανή να διαμορφώσει και να επιδιώξει μία διαφορετική  πρόταση δημόσιας πολιτικής για τη διαχείριση των αστικών αποβλήτων. Οι αιτίες αυτής της πολιτικής αναπηρίας είναι πολλές και αγγίζουν τον σκληρό πυρήνα του στρατηγικού προσανατολισμού της Αυτοδιοίκησης.