Η τοπική αυτοδιοίκηση μπροστά στην προσφυγική κρίση.

Άρθρο του Δημήτρη Κατσούλη

Ευρωπαϊκή Ένωση, Ελλάδα και προσφυγική έκρηξη
Η έκρηξη του προσφυγικού-μεταναστευτικού προβλήματος έχει αναδείξει την αδυναμία των ηγεσιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαχειριστούν  σύνθετα και οξυμένα προβλήματα και κρίσεις και κυρίως να συνθέσουν μία ενιαία πολιτική διαχείρισης κρίσεων με κριτήριο την υπεράσπιση των αξιών της ειρήνης, της ανθρωπιστικής αλληλεγγύης και της ασφάλειας. Όμως αυτή είναι μία πραγματικότητα η οποία δεν θα αλλάξει εύκολα και κυρίως δεν θα μεταβληθεί αυτόματα. Απαιτείται κοινή προσπάθεια των προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης και προς αυτή την κατεύθυνση ακόμη δεν φαίνεται κάποια σοβαρή πρωτοβουλία.
Στο πλαίσιο αυτής της διεθνούς πραγματικότητας η Ελλάδα της δικής της κρίσης και των δικών της αδιεξόδων οφείλει να διαχειριστεί την αθρόα έλευση των προσφύγων και των μεταναστών και κυρίως να εφαρμόσει τα απαιτούμενα από το διεθνές δίκαιο προστασίας των προσφύγων, τα απαιτούμενα από την υπεράσπιση των αξιών της ανθρώπινης ζωής και των δικαιωμάτων  ανθρώπων που διαβιούν στην απόλυτη απελπισία και εξαθλίωση. Οφείλει παράλληλα να συμβάλλει στην προώθηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο ενός ανθρωπιστικού σχεδίου διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης με άξονα τις αρχές της αλληλεγγύης των ευρωπαίων εταίρων και της εφαρμογής πολιτικών βελτίωσης των συνθηκών διαβίωσης και εν συνεχεία ελεύθερης εγκατάστασης των προσφύγων στις χώρες που αυτοί επιλέγουν παράλληλα με μεσοπρόθεσμες πολιτικές ένταξης και ομαλής συμβίωσης μεταξύ των λαών της Ευρώπης και των προσφυγικών πληθυσμών.
Στον αντίποδα αυτής της προσπάθειας για διαχείριση με εφαρμογή αξιών και προοδευτικών πολιτικών βρίσκεται η Ευρώπη των κλειστών συνόρων, της ξενοφοβίας και της ρατσιστικής καθαρότητας, η Ευρώπη του φόβου και της αντίδρασης. Αντίστοιχες φωνές και οργανωμένες ή αυθόρμητες εκφράσεις αναπτύσσονται ή υποθάλπονται και στην Ελλάδα. Σε αυτή την Ευρώπη οι πραγματικά και όχι προσχηματικά προοδευτικές δυνάμεις πρέπει να αντιτάξουν δυναμικά την δική τους ανθρωπιστική και ειρηνική διαχείριση με επίκεντρο την αξία της ανθρώπινης ζωής και των δικαιωμάτων που θεμελίωσε μεταξύ των άλλων και ο Ευρωπαϊκός Πολιτισμός.
Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν την ευθύνη για την αντιμετώπιση των αιτιών που διώχνουν τους ανθρώπους από τα σπίτια και την πατρίδα τους, ευθύνη που βαρύνει καθοριστικά τις Ηγετικές Δυνάμεις της Ευρώπης. Παράλληλα η έως τώρα διαχείριση της προσφυγικής κρίσης στην Ελλάδα δεν παύει να είναι και αποτέλεσμα λαθεμένων πολιτικών διαχείρισης της Κυβέρνησης και γενικότερα του ελληνικού πολιτικού συστήματος.
Όμως το προσφυγικό πρόβλημα είναι μία πραγματικότητα που καθημερινά αποκτά διαρκώς τραγικότερες διαστάσεις. Η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να φιλοξενήσει στην επικράτειά της πολλές δεκάδες χιλιάδες ίσως και εκατοντάδες χιλιάδες προσφύγων και μεταναστών. Η αδυναμία απόλυτης επιτήρησης των θαλασσίων συνόρων παράλληλα με το κλείσιμο του βαλκανικού διαδρόμου καθιστούν την πατρίδα μας καταφύγιο εξαθλιωμένων ψυχών που αναζητούν μάταια τον δρόμο για την δική τους Ιθάκη.
Η ελληνική κοινωνία θα ζήσει επί μακρόν με αυτούς τους ανθρώπους. Γιαυτό οι θεσμοί που την οργανώνουν και την αντιπροσωπεύουν νομικοπολιτικά και συλλογικά πρέπει να οργανώσουν την συμβίωση και την φιλοξενία. Σε αυτό το έργο κρίσιμος είναι ο ρόλος των Δήμων σε πρώτο επίπεδο και των Περιφερειών σε ευρύτερο στάδιο.

Το διακύβευμα για τις τοπικές κοινωνίες και τους αιρετούς ηγέτες τους.
Οι δημοτικές και περιφερειακές αρχές καλά κάνουν και αναδεικνύουν την έλλειψη συντονισμού σε κεντρικό κρατικό επίπεδο, καλά κάνουν και επισημαίνουν τα ζητήματα  ασφαλούς συμβίωσης και ανθρωπιστικής αρωγής στους πρόσφυγες αλλά δεν κάνουν καλά όταν εγείρουν προσχηματικά διαδικαστικά θέματα ή δήθεν φιλάνθρωπες διακηρύξεις για να κρύψουν την ανοχή σε ρατσιστικές και ξενοφοβικές αντιλήψεις που επωάζονται στις τοπικές κοινωνίες ή για να εξαργυρώσουν την ανασφάλεια των πολιτών τους με το πολιτικό όφελος του προστάτη της ασφάλειας και της ησυχίας των συμπολιτών τους, όταν την ίδια στιγμή η Ελλάδα πλημμυρίζει από εξαθλιωμένους πρόσφυγες όλων των ηλικιών.

Κεντρική διοίκηση και (αυτο)διοίκηση στη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας

Γράφει ο Γιάννης Κυριόπουλος
Ομότιμος Καθηγητής Οικονομικών Υγείας 

Αναδημοσίευση από το MATRIX24

Τέσσερις δεκαετίες σχεδόν, μετά τη διατύπωση της Στρατηγικής "Υγεία για Όλους", του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το πνεύμα και το γράμμα της Διακήρυξης της Alma - Ata για τη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (το 1977) παραμένει εισέτι μετέωρο. Η ανατρεπτική προσέγγιση αυτής της πρότασης έχει τεθεί -για πολλά χρόνια- στο περιθώριο. Επειδή, πλήττει καιρίως το " πατερναλιστικό" χαρακτήρα της κλινικής ιατρικής και απειλεί τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του status quo. Ακόμη, ακυρώνει σε μείζονα βαθμό τις τεχνικές ιδιοποίησης του κοινωνικού πλεονάσματος από μέρους του ιατροτεχνολογικού συμπλέγματος.

Όμως, η παγκόσμια οικονομική κρίση και συνακόλουθα οι φθίνουσες αποδόσεις στον υγειονομικό τομέα επαναφέρουν στην επικαιρότητα τη πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας. Καθώς επίσης και την ανάγκη αλλαγής του "παραδείγματος" στην υγεία και την ιατρική περίθαλψη. Δηλαδή τη "μετατόπιση από τη δαπανηρή και τεχνολογική νοσοκομειακή περίθαλψη στην ήπια και αποδοτική πρωτοβάθμια φροντίδα. Σε συνδυασμό με τη διαχείριση και τον έλεγχο των κοινωνικών και οικονομικών προσδιοριστών της υγείας.
Εν άλλοις λόγοις, η αναγκαιότητα "ολικής επαναφοράς" στη Διακήρυξη της Alma - Ata υπηρετεί την ανάγκη αναζήτησης της αποδοτικότητας. Ταυτοχρόνως, υπηρετεί τη προαγωγή αλλαγών διαρθρωτικού χαρακτήρα για τη βελτίωση των εκβάσεων στη περίθαλψη. Υπό το πρίσμα αυτό, η ρητορική και πρακτική υποστήριξη μιας ανάλογης "στροφής" έχει θετικό χαρακτήρα και επιπλέον είναι χρήσιμη η προσπάθεια διεύρυνσής της.
Με την έννοια αυτή, η επισήμανση ενέχει επίσης υψηλή σημασία επειδή η μακρόχρονη εμπειρία διοίκησης του κρατικού συστήματος υγείας εμφανίζει δομικές ιδιορρυθμίες και γέμει αντιφάσεων. Οι οποίες προδήλως εμποδίζουν τη καλή και αποδοτική λειτουργία των υπηρεσιών υγείας.
Στη παρούσα συγκυρία, η περιστολή της χρηματοδότησης των υγειονομικών υπηρεσιών προκαλεί διεύρυνση των κοινωνικών κινδύνων και συνακόλουθα αύξηση της ζήτησης της φροντίδας υγείας. Η οποία όμως δεν βρίσκει τη δέουσα ανταπόκριση και προκαλεί ευθέως μεγέθυνση της μη ικανοποιημένης ανάγκης.
Η προσπάθεια για μια λυσιτελή απεμπλοκή βασίζεται στη μη πρόσθετη επιβάρυνση του εισοδήματος των νοικοκυριών, (μέσω των φόρων και των εισφορών) και προσθέτως στην διασφάλιση πρωτοβάθμιας φροντίδας, "ισοδύναμης" στον επιτρεπόμενο βαθμό -σε επάρκεια και ποιότητα- προς την ιδρυματική νοσοκομειακή περίθαλψη.

Ο Δήμος του μέλλοντος. Προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης


Γράφει ο Κωστής Σιμιτσής, 
πρώην Δήμαρχος Καβάλας

Αναδημοσίευση από: www.ekyklos.gr 

Η διοικητική μεταρρύθμιση που επιτεύχθηκε με τον «Καλλικράτη» είχε αποφασιστεί πολύ πριν από τους εξαναγκασμούς των Μνημονίων, στιγματίστηκε όμως πολιτικά από τα τελευταία και ταλαιπωρήθηκε από την οικονομική κρίση.
Ωστόσο, οι συνενώσεις των Δήμων και η απονομή αρμοδιοτήτων -έστω και χωρίς τη μεταφορά αντίστοιχων πόρων- συνετέλεσαν αποφασιστικά στην επαρκή λειτουργία της διοικητικής μηχανής, στην οικονομία κλίμακας, στην απορρόφηση πόρων από το ΕΣΠΑ και στη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής τη δύσκολη περίοδο που διανύουμε.
Έφτασε ο χρόνος για την αποτίμηση του «Καλλικράτη» πέρα από ιδεοληπτικές στρεβλώσεις.
Σήμερα, έξι χρόνια μετά τον Ν. 3852/2010 και ενώ έχουν μεσολαβήσει δύο εκλογικές αναμετρήσεις για τους Δήμους και τις Περιφέρειες, έφτασε ο χρόνος για την αποτίμηση του «Καλλικράτη» πέρα από ιδεοληπτικές στρεβλώσεις. Επιπλέον, είναι ώριμες οι συνθήκες για να γίνουν διορθώσεις, ακόμη και ριζικές αναθεωρήσεις σε ζητήματα που επηρεάζουν τη λειτουργία των δύο βαθμών Αυτοδιοίκησης και καθορίζουν το μέλλον τους.
Με το σημείωμα αυτό επιχειρείται η διατύπωση προτάσεων για μερικά από τα θέματα της πρωτοβάθμιας Αυτοδιοίκησης. Ακόμη και όσες έχουν διαδικαστικό χαρακτήρα δεν παύουν εντούτοις να συναρτώνται με το πολύ ουσιαστικό ζήτημα της οικονομικής επιβίωσης των αυτοδιοικητικών θεσμών.
 
* Ο Πίνακας που συνοδεύει το κείμενο, είναι:  Lowry (1887 –1976), Going to Work

Α. Κωδικοποίηση – βελτίωση της νομοθεσίας

Η συμβολή του εσωτερικού ελέγχου στον ποιοτικό εκσυγχρονισμό της τοπικής αυτοδιοίκησης

Άρθρο του Δημήτρη Κατσούλη


Κατά γενική ομολογία το πλέγμα των ελέγχων που έχουν καταστρωθεί με αντικείμενο την λειτουργία και τη διαχείριση της τοπικής αυτοδιοίκησης είναι πολυπληθείς και αντιπαραγωγικοί. Στην κορωνίδα αυτών τοποθετείται ο έλεγχος νομιμότητας των πράξεων των οργάνων της Αυτοδιοίκησης που ασκείται σήμερα από τον Συντονιστή της οικείας Αποκεντρωμένης Διοίκησης διότι η εκάστοτε Κυβέρνηση από το 2010 έως σήμερα δεν είναι σε θέση ή δεν θέλει να θέσει σε εφαρμογή τον θεσμό του Ελεγκτή Νομιμότητας που προβλέπεται στον ν. 3852/2010 (Καλλικράτης). Εν τω μεταξύ ασκείται προληπτικός έλεγχος επί των δαπανών των ΟΤΑ πρώτου βαθμού από τον Επίτροπο του Ελεγκτικού Συνεδρίου και σε δεύτερο βαθμό από το αρμόδιο Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Ο έλεγχος αυτός αποτελούσε αίτημα της ΚΕΔΚΕ κατά το παρελθόν πλην όμως η άσκησή του λόγω και της μη επαρκούς στελέχωσης των ανά τους νομούς Υπηρεσιών του Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου καθώς και της νομολογιακής κουλτούρας πολλών Επιτρόπων δημιουργεί προβλήματα στην εύρυθμη οικονομική λειτουργία των ΟΤΑ παρότι ασφαλώς τους προστατεύει από τις σκληρές συνέπειες καταλογισμών που επιφέρει ο κατασταλτικός έλεγχος  ο οποίος διεξάγεται μόνο δειγματοληπτικά αλλά επί συντελεσμένων ήδη δαπανών.
Πέραν των δύο βασικών ελέγχων και άλλων που προκύπτουν μετά από προανακριτικές ή άλλες διαδικασίες οικονομικού κυρίως ελέγχου έχει προστεθεί τα τελευταία χρόνια και ο προδιαδικαστικός έλεγχος επί των προϋπολογισμών των ΟΤΑ που ασκείται από το Παρατηρητήριο της (δήθεν) Οικονομικής Αυτοτέλειας.
Οι παραπάνω έλεγχοι ασκούνται καταρχήν στο όνομα της εποπτείας την οποία το Κράτος κατά το Σύνταγμα ασκεί στους Δήμους και τις Περιφέρειες χωρίς όμως να επιτρέπεται να περιοριστεί η ελευθερία δράσης και πρωτοβουλίας. Αποκλειστικά ορίζονται ως έλεγχοι νομιμότητας ή -ως προς δαπάνες- κανονικότητας. Στην πράξη όμως, σε αρκετές περιπτώσεις, διολισθαίνουν σε συγκεκαλυμένους ελέγχους σκοπιμότητας. Σε αυτό συντελεί κυρίως η διαχρονική προσπάθεια των κεντρικών κρατικών οργάνων να περιορίσουν την τοπική αυτονομία, υπό την έννοια του άρθρου 3, παρ.1 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας, και να χειραγωγήσουν την τοπική αυτοδιοίκηση καθιστώντας την καταρχήν αναποτελεσματική εφόσον ενδυναμώνεται η γραφειοκρατική δαιδαλώδης διαδικασία λήψης και κυρίως εφαρμογής των Αποφάσεων.
Από την άλλη πλευρά όμως και η τοπική αυτοδιοίκηση δια των συλλογικών της οργάνων αντιμετωπίζει το ζήτημα της εποπτείας και των ελέγχων με αμυντικές και απολογητικές λογικές αρκούμενη σε συνεννοήσεις με τα αρμόδια κρατικά όργανα και με το Ελεγκτικό Συνέδριο, ή με επικοινωνιακού χαρακτήρα αντιπαράθεση χωρίς να καταστρώσει πολιτικές κατοχύρωσης της τοπικής αυτονομίας ενισχύοντας εν προκειμένω την ικανότητα των Δήμων (σε μικρότερο βαθμό και με άλλες αποχρώσεις αφορά και τις Περιφέρειες) να βελτιώσουν την διαδικασία λήψης των Αποφάσεών τους με το ελάχιστο δυνατόν κίνδυνο διάγνωσης ζητημάτων μη νομιμότητας ή μη κανονικότητας των δαπανών και εν συνεχεία περιορισμού των υποθέσεων που προσκρούουν στους ελέγχους. Εν γένει ως προς την νομιμότητα η ίδια η τοπική αυτοδιοίκηση βελτιώνοντας την λειτουργική της ικανότητα μπορεί να διαφυλάξει την διοικητική της αυτοτέλεια μη αρκούμενη σε αμυντικές διαμαρτυρίες και αφήνοντας τα κρατικά όργανα να ασκούν την εποπτεία με όρους χειραγώγησης της τοπικής αυτονομίας.
Κατά την γνώμη μας αυτό απαιτεί διαμόρφωση, σχεδιασμό και εφαρμογή διαδικασιών εσωτερικού ελέγχου σε συνδυασμό με την ενίσχυση της ικανότητας των διοικητικών στελεχών να υπηρετούν στόχους διοίκησης ολικής ποιότητας. Είναι γεγονός ότι η κρατούσα νοοτροπία του πολιτικού προσωπικού της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν είναι ευνοϊκό πεδίο για τις διαδικασίες εσωτερικού ελέγχου. Αυτό είναι ένα κομβικό πρόβλημα και για την ικανότητα υπεράσπισης της τοπικής αυτονομίας. Αυτή η νοοτροπία πρέπει να αλλάξει για να αλλάξει και η διολίσθηση της τοπικής αυτοδιοίκησης προς την απόλυτη υπαγωγή της στην κεντρική εξουσία.
Με άλλα λόγια η κατοχύρωση της τοπικής αυτονομίας, δηλαδή της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας της τοπικής αυτοδιοίκησης δεν επιτυγχάνεται σε καμία περίπτωση με την ψήφιση μόνο του κατάλληλου κανονιστικού πλαισίου διότι η πείρα έχει δείξει ότι ακόμη και οι καλές προθέσεις του νομοθέτη καταλήγουν σε αντίθετο αποτέλεσμα στα χέρια των εφαρμοστών τους, κατά κύριο λόγο της κεντρικής και αποκεντρωμένης γραφειοκρατίας των Κρατικών Οργάνων αλλά και της ολιγωρίας και αδυναμίας των αιρετών της αυτοδιοίκησης να αξιοποιήσουν τις τυχόν καλές προθέσεις του νομοθέτη. Τα πράγματα είναι χειρότερα όταν δεν υπάρχουν ούτε αυτές οι καλές προθέσεις.
Η κατοχύρωση της τοπικής αυτονομίας είναι πρωτίστως υπόθεση των ίδιων των Δήμων και Περιφερειών. Είτε ως στόχος διεκδίκησης είτε ως πεδίον λειτουργίας και διαχείρισης.