«Κυβερνησιμότητα» και Δημοκρατία



 Tου Δημήτρη Ι. Κατσούλη

Η εισαγωγή της απλής αναλογικής στην Αυτοδιοίκηση και η συνακόλουθη εκλογή Συμβουλίων στα οποία ο Δήμαρχος ή ο Περιφερειάρχης δεν διαθέτει την πλειοψηφία  έφερε στο προσκήνιο την έννοια της «κυβερνησιμότητας», δηλαδή της δυνατότητας των ΟΤΑ να κυβερνηθούν. Η κυβερνησιμότητα προβλήθηκε ως «νομιμοποιημένο» αντίβαρο απέναντι στην «απονομιμοποιημένη» απλή αναλογική. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση της νέας Κυβέρνησης υπέρ της «κυβερνησιμότητας» των ΟΤΑ πέρασε ως ρεβάνς στην απλή αναλογική, ως πολιτικό απωθημένο. Στην μάχη των «απωθημένων» εξαρχής τάχθηκε κατά της απλής αναλογικής και ευλόγως υπέρ της «κυβερνησιμότητας» η ΚΕΔΕ και η ΕΝΠΕ.
Σε αυτή την διελκυστίνδα προφανώς ο κυρίαρχος συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων στο κεντρικό και τοπικό κράτος ίσως δεν επέτρεπε διαφορετική προσέγγιση.
Η προηγούμενη κυβέρνηση «έκαψε» την ορθή επιλογή της για την εισαγωγή της απλής αναλογικής με την ιδεοληπτική άρνησή της στη προσαρμογή του συστήματος διακυβέρνησης στα νέα δεδομένα που αναπόφευκτα θα πρόκυπταν στην σύνθεση των Συμβουλίων και εξαιτίας της ορθής επίσης επιλογής να εκλέγονται άμεσα ο Δήμαρχος και ο Περιφερειάρχης. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε ότι οι πρόνοιες του ν.4555/2018 επέτρεπαν την πλειοψηφία του Δημάρχου ή Περιφερειάρχη στις Επιτροπές. Συνεπώς η δυσαρμονία δεν θα είχε την έκταση που υπερβάλλοντας ισχυρίζονται οι μαχητές της «κυβερνησιμότητας».
Εν τούτοις, εκτός από τις κρίσιμες αλλαγές στο σύστημα διακυβέρνησης, αλλαγές που έτσι και αλλιώς είναι αναγκαίες, ανεξαρτήτως του εκλογικού συστήματος, ο νομοθέτης του Κλεισθένη 1 όφειλε να προνοήσει για την διαμόρφωση συνθηκών ομαλής διακυβέρνησης  αφήνοντας στην άκρη τις ιδεοληψίες περί ανόθευτης και άδολης αναλογικής η οποία έτσι και αλλιώς δεν μπορεί να εφαρμόζεται σε πολιτικοδιοικητικούς θεσμούς παρά μόνο στους συλλόγους και στα σωματεία.

Κυβερνησιμότητα ή Διακυβέρνηση: Δύο όψεις του ίδιου νομίσματος;


Λαμία,6 Αυγούστου 2019

Κατερίνα Μπατζελή
Επικεφαλής της Παράταξης «πατρίδα μας η Στερεά»

Όταν γίνονται Μεταρρυθμίσεις στην Δομή του Κράτους και της Αυτοδιοίκησης  που επηρεάζουν τις οικονομικές, αναπτυξιακές και κοινωνικές πολιτικές, εθνικές και ευρωπαϊκές, είναι σκόπιμο να διασφαλίζονται οι αρχές  που πρέπει να διέπουν τους θεσμούς, ως αυτονόητες αρχές. Τέτοιες είναι, η  διαφάνεια, η αποτελεσματικότητα, η αποκέντρωση αρμοδιοτήτων, οι ενιαίες διαδικασίες, η  δημοκρατική αντιπροσώπευση, μετάβαση από την μεθοδολογία της «διοίκησης και εκτελεστικότητας» στην καινοτομική «διακυβέρνηση» της αυτοδιοίκησης βάσει των Αρχών του Ευρωπαϊκού Χάρτη Τοπικής Αυτονομίας και των αντίστοιχων ευρωπαϊκών πολιτικών για ενίσχυση των Περιφερειών και των Πόλεων. 
Σε μία τέτοια περίπτωση βρισκόμαστε με την συζήτηση των Νομοσχεδίων περί «επιτελικού κράτους και τροποποίησης του Νόμου Κλεισθένη για την αυτοδιοίκηση», προτάσεις οι οποίες έχουν βελτιωθεί σημαντικά από την αρχική τους παρουσίαση.
Δύο Νομοσχέδια που καταδεικνύουν την Μεταρρύθμιση που επιθυμεί να εφαρμόσει η Κυβέρνηση στο κράτος και στην ευρύτερη δομή του.  Σε κάθε προσέγγιση μας φυσικά δεν μπορεί να μην ληφθεί υπόψη ότι οι αλλαγές γίνονται μετά τη διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, η άποψη του οποίου για το κράτος και την αυτοδιοίκηση ήταν ιδεοληπτική, λαϊκίστικη και ενίοτε ανασταλτική σε κάθε ουσιαστική εξέλιξη  που θα ενίσχυε την ανάπτυξη και την αποδοτικότερη λειτουργία του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα,  ο Νόμος Κλεισθένη περί Αυτοδιοίκησης, όπου και οι ίδιοι δεν κατάλαβαν τι έκαναν ,τι κέρδισαν ενώ απέτρεψαν ορισμένες αλλαγές που ήταν πλέον ώριμες να γίνουν στον Νόμο Καλλικράτη για να είναι πιο λειτουργικός και αντιπροσωπευτικός στην λήψη των αποφάσεων, παρά το γεγονός ότι διασφαλιζόταν η «κυβερνησιμότητα», η οποία δοκιμάζεται με την απλή αναλογική όπως αυτή πέρασε στον Κλεισθένη.

«Σύμπραξη παρατάξεων»: Συναλλαγή και συνένωση ή προγραμματική συμφωνία και διαπαραταξιακή πλειοψηφία; Μία άλλη Πρόταση



Του Δημήτρη Ι. Κατσούλη

ΕΝΗΜΕΡΩΣΗ: 13/8/2019
Το άρθρο 1 του νόμου 4623/2019 για την λεγόμενη «κυβερνησιμότητα» των ΟΤΑ καταστρώνει την σύμπραξη των παρατάξεων με τελική μορφή την συγχώνευσή τους υπό την Δήμαρχο ή τον Περιφερειάρχη. Ο νομοθέτης προφανώς  αδυνατεί να προσαρμόσει την αντίληψη του για τη διακυβέρνηση των ΟΤΑ σε σχήματα και κανόνες που ξεφεύγουν από το μοντέλο που ίσχυε πριν από τον ν.4555/2018. Όταν δε βρίσκεται μπροστά στο γεγονός της μη ευρείας πλειοψηφίας του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη στο Συμβούλιο δεν μπορεί να σκεφθεί διαφορετικά από το να την κατασκευάσει εκ των υστέρων με αυστηρές διοικητικού τύπου διαδικασίες. Η πράξη όμως θα δείξει ότι οι επιλογές του είναι ατυχείς και απρόσφορες.
Ο νομοθέτης του ν.4623/2019 ουσιαστικά ταυτίζει την σύμπραξη, δηλαδή την κοινή δράση και συνεργασία με την συνένωση  με την ενιαία παράταξη.
Ειδικότερα, με τη διάταξη των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 1 του ν.463/2019 αντικαθιστά αντίστοιχες διατάξεις των άρθρων 73, παρ.7 και 101, παρ.12 του ν.4555/2018οι οποίες τροποποίησαν τα άρθρα 66 και 168 του ν.3852/2010. Οι του ν.4555/2018 ρύθμιζαν το δικαίωμα της συνένωσης παρατάξεων. Το δικαίωμα αυτό δεν ήταν ασφαλώς συνέπεια της απλής αναλογικής αλλά είναι δικαίωμα κάθε πολιτικής ένωσης προσώπων να αποφασίζει την συνένωση ή τη διάσπασή της και θεμελιώνεται στην ελεύθερη βούληση των μελών τους. Εν προκειμένω ο νομοθέτης αντικαθιστώντας τις εν λόγω διατάξεις περιορίζει το δικαίωμα σε όσες παρατάξεις συνενώνονται με την παράταξη του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη. Ουσιαστικά η συνένωση αυτή η οποία αποκαλείται σύμπραξη αποτελεί ουσιαστική συνένωση και δημιουργία νέας ενιαίας παράταξης υπό τον Δήμαρχο ή Περιφερειάρχη.
Η απόφαση των παρατάξεων η οποία λαμβάνεται με έγγραφη δήλωση της πλειοψηφίας των μελών τους λαμβάνεται άπαξ και δεν ανακαλείται!!! Είναι προφανές ότι ο νομοθέτης είναι εκτός τόπου και χρόνου και δεν έχει γνώση των δεδομένων της Αυτοδιοίκησης και όχι μόνο. Κάθε δήλωση βουλήσεως μπορεί να ανακληθεί όταν μεταβληθούν τα δεδομένα που οδήγησαν σε αυτήν. Εν προκειμένω τι σημαίνει η μη ανάκληση; Ότι ο σύμβουλος που διαφωνεί με την σύμπραξη ή τον επικεφαλή της  δεν έχει δικαίωμα να αρνηθεί ψήφο στο Συμβούλιο ή στις Επιτροπές; Ότι, εάν πολλοί ή περισσότεροι διαφωνούν και καταψηφίζουν τις προτάσεις του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη η ψήφος τους δεν θα είναι έγκυρη; Ασφαλώς πρόκειται για νομοθετικό ατόπημα που δεν θα ισχύσει στην πράξη.
Από την άλλη πλευρά, εάν ίσως εξαιρεθούν μικρές  παρατάξεις ή μεμονωμένοι ανεξάρτητοι σύμβουλοι που θα προσχωρήσουν για να πάρουν  αξιώματα Αντιδημάρχου ή Προέδρου νομικού προσώπου, ποια συγκροτημένη και σοβαρή δημοτική ή περιφερειακή παράταξη θα αυτοκαταργηθεί για να υπαχθεί στο Δήμαρχο ή τον Περιφερειάρχη; Καμία. Συνεπώς το πεδίο εφαρμογής των διατάξεων αυτών είναι εκ των προτέρων ναρκοθετημένο.