Η
εισαγωγή της απλής αναλογικής στην Αυτοδιοίκηση και η συνακόλουθη εκλογή
Συμβουλίων στα οποία ο Δήμαρχος ή ο Περιφερειάρχης δεν διαθέτει την
πλειοψηφία έφερε στο προσκήνιο την
έννοια της «κυβερνησιμότητας», δηλαδή της δυνατότητας των ΟΤΑ να
κυβερνηθούν. Η κυβερνησιμότητα προβλήθηκε ως «νομιμοποιημένο» αντίβαρο
απέναντι στην «απονομιμοποιημένη» απλή αναλογική. Η πρόσφατη νομοθετική
παρέμβαση της νέας Κυβέρνησης υπέρ της «κυβερνησιμότητας» των ΟΤΑ πέρασε
ως ρεβάνς στην απλή αναλογική, ως πολιτικό απωθημένο. Στην μάχη των «απωθημένων»
εξαρχής τάχθηκε κατά της απλής αναλογικής και ευλόγως υπέρ της «κυβερνησιμότητας»
η ΚΕΔΕ και η ΕΝΠΕ.
Σε
αυτή την διελκυστίνδα προφανώς ο κυρίαρχος συσχετισμός των πολιτικών δυνάμεων
στο κεντρικό και τοπικό κράτος ίσως δεν επέτρεπε διαφορετική προσέγγιση.
Η
προηγούμενη κυβέρνηση «έκαψε» την ορθή επιλογή της για την εισαγωγή της
απλής αναλογικής με την ιδεοληπτική άρνησή της στη προσαρμογή του συστήματος
διακυβέρνησης στα νέα δεδομένα που αναπόφευκτα θα πρόκυπταν στην σύνθεση των
Συμβουλίων και εξαιτίας της ορθής επίσης επιλογής να εκλέγονται άμεσα ο
Δήμαρχος και ο Περιφερειάρχης. Δεν πρέπει όμως να παραβλέπουμε ότι οι πρόνοιες
του ν.4555/2018 επέτρεπαν την πλειοψηφία του Δημάρχου ή Περιφερειάρχη στις
Επιτροπές. Συνεπώς η δυσαρμονία δεν θα είχε την έκταση που υπερβάλλοντας
ισχυρίζονται οι μαχητές της «κυβερνησιμότητας».
Εν
τούτοις, εκτός από τις κρίσιμες αλλαγές στο σύστημα διακυβέρνησης, αλλαγές που
έτσι και αλλιώς είναι αναγκαίες, ανεξαρτήτως του εκλογικού συστήματος, ο
νομοθέτης του Κλεισθένη 1 όφειλε να προνοήσει για την διαμόρφωση συνθηκών
ομαλής διακυβέρνησης αφήνοντας στην άκρη
τις ιδεοληψίες περί ανόθευτης και άδολης αναλογικής η οποία έτσι και αλλιώς δεν
μπορεί να εφαρμόζεται σε πολιτικοδιοικητικούς θεσμούς παρά μόνο στους συλλόγους
και στα σωματεία.