ΤΑ ΕΞΟΔΑ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗΣ


ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΩΝ ΣΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Του Δημήτρη Κατσούλη
Νομικού, τ. Δημάρχου Αυλώνος Ευβοίας

Το πλήρες κείμενο με τεκμηρίωση διάβασε το ΕΔΩ

H τοπική αυτοδιοίκηση οργανώθηκε νομοθετικά στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος με τον νόμο της 27ης Δεκεμβρίου 1833 (ΦΕΚ 3/10.1.1834) που συντάχθηκε και θεσπίστηκε από την Βαυαρική Αντιβασιλεία. Το νεαρό Ελληνικό Βασίλειο διαιρέθηκε σε δέκα νομούς και σε 270 περίπου δήμους οι οποίοι διακρίνονται σε τρεις τάξεις ανάλογα με τον πληθυσμό. Ο δήμαρχος ήταν ο επικεφαλής της δημοτικής διοίκησης και συνεπικουρείται από τους βοηθούς του, τους (δημαρχιακούς) παρέδρους, ενώ βουλευόμενο όργανο είναι το δημοτικό συμβούλιο. Το δημοτικό συμβούλιο εκλέγεται με εννεαετή θητεία η σύνθεση του οποίου όμως ανανεώνεται κατά το ένα τρίτο κάθε τρία χρόνια ενώ ο Δήμαρχος και οι δημαρχιακοί πάρεδροι διορίζονται από τον Βασιλέα μετά από πρόταση εκλεκτορικού σώματος.
Το αξίωμα του Δημάρχου ορίζεται ως τιμητικό. Συγκεκριμένα το άρθρο 41 του νόμου της 27ης Δεκεμβρίου 1833 ορίζει ότι: «Το δημαρχικόν αξίωμα δίδεται τιμής χάριν. Επομένως ο Δήμαρχος ούτε σταθερόν μισθόν λαμβάνει, ούτε από τα επί της περιουσίας επιβαλλόμενα βάρη των Δήμων είναι ελεύθερος. Μόλον τούτο θέλει δοθεί εις αυτόν κατ΄έτος προσδιωρισμένη τις ποσότης χρημάτων προς αμοιβήν των κόπων του, δια μισθοδοσίαν του αναγκαίου εις το γραφείον προσωπικού και δια τας λοιπάς ανάγκας του γραφείου, κατά την έκτασιν των εργασιών και κατ΄το ποσόν της δημοτικής περιουσίας, χωρίς να ήναι υπόχρεως να δώση λόγον δια την διαχείρισην της άνω ποσότητος». Προβλέπεται  λοιπόν η καταβολή οικονομικών απολαβών προς «αμοιβήν των κόπων του» αλλά και χρηματική επιχορήγηση για τις δαπάνες μισθοδοσίας των δημοτικών υπαλλήλων οι οποίοι διοριζόταν από τον εκάστοτε δήμαρχο. Τόσο το ύψος των προσωπικών του οικονομικών απολαβών όσο και το ύψος της χρηματοδότησης του «δημοτικού γραφείου» εξαρτάται από το μέγεθος του δήμου εφόσον τούτο εννοείται με την «έκτασιν των εργασιών» αλλά και από τα οικονομικά του δήμου. Συνεπώς το αξίωμα δεν είναι άμισθον. Πλέον του προβλεπόμενου μισθού και των εξόδων κίνησης δεν προβλέπεται για τον δήμαρχο άλλη οικονομική απολαβή αλλά ούτε «φορολογική απαλλαγή» από τον Δήμο. Το ύψος της αντιμισθίας ορίζεται από το δημοτικό συμβούλιο
Εξόδα κίνησης  ή «αντιμισθίας» όπως αναφέρει ο νόμος του 1833 δικαιούνται και οι δημαρχιακοί πάρεδροι καθώς και τα μέλη του δημοτικού συμβουλίου όταν χρειαστεί να εξέλθουν των ορίων του δήμου για τις ανάγκες τις υπηρεσίας.

Το 1837  τίθεται σε ισχύ ο  νόμος της 29ης Ιουλίου 1837 (ΦΕΚ 28/10-8-1837) «περί κανονισμού της αντιμισθίας των δημάρχων» με τον οποίο καθορίζονται τα ανώτερα όρια της αντιμισθίας ανά τάξη Δήμου ορίζοντας τα όρια εντός των οποίων καλείται να οριστικοποιήσει το ποσόν της αντιμισθίας το δημοτικό συμβούλιο. Ως αιτία της νέας νομοθετικής ρύθμισης αναφέρεται η κατά τρόπον μη συνετό εφαρμογή του ορισμού της αντιμισθίας από το δημοτικό συμβούλιο.
Συγκεκριμένα ο ως άνω νόμος ορίζει ότι : «1. Εις τους δήμους α΄τάξεως η ετήσια αντιμισθία του δημάρχου δεν ημπορεί να υπερβαίνη τα δύο χιλιάδας τετρακοσίας (2.400) δραχμάς, εκτός εις την πρωτεύουσαν του Βασιλείου, όπου εμπορεί να φθάση έως εις τρεις χιλιάδας (3.0000 δραχμάς.
2. Εις τους δήμους β΄τάξεως προσδιορίζεται ο μέγιστος όρος της αντιμισθίας κατά την εξής αναλογίαν: Εις δραχμάς 600, δια τους έχοντας από 2.000 έως 2.500 κατοίκους- Εις δραχμάς 780, δια τους έχοντας μέχρι  των 5.000- Εις 1000 δια τους όσοι έχουν μέχρι 7.500 – Εις 1500, δια τους όσοι έχουν υπέρ τους 7.500 κατοίκους.
3. Εις τους δήμους της γ. τάξεως ο μέγιστος όρος της αντιμισθίας προσδιορίζεται επίσης ως εφεξής: Εις δραχ. 200, διά τους δήμους τους συνιστάμενους  από 300 μέχρι 500 κατοίκων. Εις 300, δια τους έχοντας από 500 μέχρο 750.Εις 400 φια τους έχοντας  από 750 μέχρι 1000. Εις 500 δια τους έχοντας από 1000 μέχρι 1500 και  εις 600 δι΄ εκείνους των οποίων ο αριθμός υπερβαίνει τους 1500.»
Η διάταξη αυτή είναι η πρώτη που καθορίζει όρια της αντιμισθίας. Ο νομοθέτης διευκρινίζει μάλιστα ότι τα ανώτερα αυτά όρια δεν πρέπει να θεωρούνται ως κατώτερα για την αμέσως επομένη κλίμακα πληθυσμού επιτρέποντας έτσι και τον κατά πολύ πιο κάτω προσδιορισμό του ποσού της αντιμισθίας από το δημοτικό συμβούλιο. Η αντιμισθία μάλιστα προβλέπεται ότι μπορεί να καταβάλλεται και μηνιαίως.
Κατά της διάρκεια της Βασιλείας του Όθωνος δεν επήλθε καμία σημαντική μεταβολή στην καταστατική θέση των αιρετών και ιδιαίτερα στο αντικείμενο της αντιμισθίας. Ως προς την πειθαρχική ευθύνη των αιρετών η αρμοδιότητα για την παύση των Δημάρχων και των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου ανήκε στον Βασιλέα μετά από πρόταση του Υπουργικού Συμβούλιου  ή και του Νομάρχη σε ορισμένες περιπτώσεις.

Υπό το καθεστώς της Βασιλευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας που εγκαθιδρύθηκε με το Σύνταγμα του 1864 η οργάνωση των δήμων δεν μεταβλήθηκε ουσιαστικά πλην όμως εφαρμόστηκε η δημοκρατική αρχή για την εκλογή όλων των οργάνων του Δήμου.
Το καθεστώς της καταστατικής θέσης διατηρήθηκε κατά βάση αμετάβλητο καθ΄όλη την διάρκεια της περιόδου έως το 1912.
Στο δίκαιο της καταστατική θέσης των αιρετών ο ΔΝΖ΄/1912 θέσπισε πέραν του τιμητικού και το άμισθον του αξιώματος των αιρετών και έτσι κατήργησε την αντιμισθία  αντικαθιστώντας την από τα έξοδα παράστασης. Τα έξοδα παράστασης δεν καταβάλλονται για την ανταμοιβή των «κόπων» των αιρετών  όπως όριζε το προϊσχύον δίκαιο αλλά για την κάλυψη των δαπανών στις οποίες υποβάλλεται ο αιρετός  κατά την άσκηση του λειτουργήματός του, δαπανών που απορρέουν από τα καθήκοντά του. Εφόσον το αξίωμα είναι άμισθον θεωρείται ότι ο αιρετός και εν προκειμένω ο Δήμαρχος αλλά και ο Πρόεδρος της Κοινότητας έχουν τον χρόνο και την ευχέρεια να ασκούν το επάγγελμά τους ή να παρέχουν μισθωτή εργασία και περαιτέρω να ασκούν τα εκ του αξιώματος απορρέοντα καθήκοντα. Τα έξοδα παράστασης καταβάλλονται για να μπορεί ο αιρετός να  ασκεί τα εκ του αξιώματος καθήκοντα τα οποία τον επιφορτίζουν και με οικονομικές υποχρεώσεις τις οποίες προκειμένου να μην καλύπτει από τον μισθόν ή το εισόδημά του. Γιαυτόν εξάλλου τον λόγο τα έξοδα παράστασης δεν θεωρούνται μισθός και δεν φορολογούνται ως εισόδημα από μισθωτή εργασία αλλά φορολογούνται αυτοτελώς.
Στην πράξη πάντως τόσο το ύψος όσο και ο τρόπος προσδιορισμού του ποσού των εξόδων παράστασης καθιστούν δυσδιάκριτη τη διαφορά τους από την αντιμισθία γεγονός που επισημάνθηκε και κατά την συζήτηση του Σχεδίου Νόμου που ψηφίστηκε ως ΔΝΖ/ 1912 στην Βουλή.
Τα έξοδα παράστασης χορηγούνται με απόφαση του κοινοτικού συμβουλίου για τον Πρόεδρο της Κοινότητας και του δημοτικού Συμβουλίου για τον Δήμαρχο. Ο νομοθέτης όμως ορίζει το ανώτατο επιτρεπόμενο ποσόν το οποίο είναι συνάρτηση των εσόδων της κοινότητας ή του δήμου. Στις κοινότητες πάντως ισχύει συνδυαστικά και το κριτήριο του αριθμού των μελών των συμβουλίων το οποίο ορίζεται με βάση τον πληθυσμό.
Τα  όρια των εξόδων παράστασης αυξήθηκαν εν συνεχεία με νέες νομοθετικές ρυθμίσεις  όπως με τον ν.2798/ 1922 (ΦΕΚ 92 Α΄/16-6-1922), με τα άρθρα 4, για τον Πρόεδρο της Κοινότητας, και 12, για τον Δήμαρχο, όταν διπλασιάστηκαν ενώ έως το 1929 τα  οριζόμενα αρχικά όρια για τον Δήμαρχο δεν είχαν πλέον περιορισμό αφού το τεθέν όριο των 300.000 δραχμών ως έσοδα πέραν των οποίων τα έξοδα παράστασης του Δημάρχου δεν έχουν περιορισμό παρέμεινε αμετάβλητο ενώ το όριο αυτό το είχαν υπερβεί ήδη όλοι οι δήμοι Ειδικότερα με το άρθρο 1 του νόμου 2055/1920 (ΦΕΚ Α΄49/ 28-2-1920) τα έξοδα παράστασης του προέδρου της κοινότητας αυξήθηκαν κατά 50%, ενώ με το άρθρο 2 του νόμου 3194/1924 τα έξοδα παράστασης των προέδρων των κοινοτήτων που ήταν πρωτεύουσες επαρχιών ισχύουν και για τις κοινότητες στην περιφέρεια των οποίων λειτουργούν ιαματικά λουτρά και με το άρθρο 35 του ιδίου νόμου αυξάνονται κατά 100% τα έξοδα παράστασης των προέδρων  όλων των κοινοτήτων. Με την αύξηση αυτή όπως διαμορφώνεται και διατυπώνεται στην κωδικοποίηση του 1926 που κυρώθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα της 17ης Ιουλίου 1926 «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενο νόμου της νομοθεσίας περί δήμων και κοινοτήτων» (στο εξής: ΔΚΚ 1926) το όριο των εξόδων παράστασης του Προέδρου Κοινότητας που ήταν πρωτεύουσα επαρχίας ή λουτρόπολη εφόσον τα έσοδά της υπερέβαιναν τις 100.000 δραχμές ανερχόταν σε 14.400 δραχμές όταν το όριο για τα έξοδα παράστασης των δημάρχων δήμων με έσοδα από 150.000- 300.000 δρχ ήταν 12.000 δρχ. Στις δε κοινότητες των «νέων χωρών» το όριο των εξόδων παράστασης του Προέδρου διπλασιάζεται σε σχέση με τα οριζόμενα  στο άρθρο 25 του ΔΚΚ 1926.
Τα όρια μεταξύ των οποίων διακυμαίνονται τα έξοδα παράστασης των προέδρων των κοινοτήτων έμειναν αμετάβλητα καθ΄ όλη την υπόλοιπη περίοδο και ενσωματώνονται στο Νομοθετικό Διάταγμα της 17ης Απριλίου 1936 (ΦΕΚ Α΄ 320/31-7-1936) «περί κωδικοποιήσεως εις ενιαίον κείμενον νόμου της νομοθεσίας περί δήμων και κοινοτήτων» (στο εξής ΔΚΚ 1936). Ως τα έξοδα παράστασης του Δημάρχου ο ΔΚΚ 1936 ενσωματώνει για πρώτη φορά αναλυτικό πίνακα με την κλίμακα των εσόδων, ενώ εν συνεχεία ο αντίστοιχος πίνακας ορίζεται με Υπουργική Απόφαση καθ’ όλη την διάρκεια ισχύος του συστήματος των εξόδων παράστασης.
Στην μεταπολεμική περίοδο η δημοτική και κοινοτική νομοθεσία καταστρώθηκε με το Νομοθετικό Διάταγμα 2888/30-6-1954 (ΦΕΚ Α΄139/1-7-1954) «περί κυρώσεως Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικος» (στο εξής ΔΚΚ 1954). Ο πρώτος μεταπολεμικός Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας επέφερε γενική βελτίωση χωρίς όμως να μεταβάλει τα βασικά χαρακτηριστικά του συστήματος που εισήγαγε ο νομοθέτης του ΔΝΖ΄/1912. Ειδικότερα, ως προς την καταστατική θέση των αιρετών προέβλεπε, με το άρθρο 122 του ΔΚΚ 1954, τα έξοδα παράστασης χωρίς όμως να ορίζει ευθέως τα όρια για την ρύθμιση των οποίων  εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εσωτερικών για την έκδοση Απόφασης με την οποία ορίζονται τα ανώτερα  και κατώτερα όρια  ανά κλίμακα εσόδων. Η Υπουργική Απόφαση μπορεί να εκδίδεται ένα τρίμηνο πριν από την έναρξη κάθε οικονομικού έτους.
Με το άρθρο 123, παρ.2  του ΔΚΚ 1954 προβλέπεται επίσης η χορήγηση εξόδων κίνησης για τους αιρετούς που μετακινούνται για εκτέλεση υπηρεσίας εκτός της έδρας του δήμου. Τα έξοδα κίνησης ορίζονται με απόφαση του δημοτικού ή κοινοτικού συμβουλίου η οποία εγκρίνεται από τον Νομάρχη.
Το σύστημα ρυθμίσεων για τα έξοδα παράστασης και των εξόδων κίνησης, μετά τον ΔΚΚ του 1954 παρέμεινε κατά βάση σταθερό και αμετάβλητο. Παρέμεινε μάλιστα αναλλοίωτο και κατά την εκπόνηση και θέση σε ισχύ του νέου Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα του 1980. Ενσωματώθηκε εν συνεχεία και  στις κωδικοποιήσεις που ακολούθησαν έκτοτε έως και τον  ΔΚΚ 1995 (Π.Δ.410/1995).
Η πρώτη σημαντική μεταβολή στο αντικείμενο της  οικονομικής απολαβής των αιρετών έγινε το 2006 με τον ν.3463/2006 «Κύρωση  του Κώδικα Δήμων και Κοινοτήτων» (ΦΕΚ Α΄114/ 8-Ιουνίου 2006).
Συγκεκριμένα ο νομοθέτης του ν.3463/2006 με το άρθρο 135 στοιχ. β΄ καταργεί την καθιερωμένη από το 1912 (ΔΝΖ΄/1912) αρχή του άμισθου αξιώματος και εισάγει την αρχή της οικονομικής απολαβής ορίζοντας μεταξύ των άλλων ότι οι αιρετοί «β) Έχουν το δικαίωμα και την υποχρέωση να εκτελούν την αποστολή τους, έχοντας στη διάθεσή τους τον ανάλογο χρόνο, τις υπηρεσίες και τα μέσα υποστήριξης, καθώς και τους ανάλογους οικονομικούς πόρους, ώστε να διασφαλίζεται η απρόσκοπτη εκπλήρωση της λαϊκής εντολής». Αναλογία οικονομικών πόρων και απρόσκοπτης εκπλήρωσης της λαϊκής εντολής είναι η κρίσιμη αρχή που καταστρώνει ο νομοθέτης ανατρέποντας την προϊσχύουσα επιλογή που περιοριζόταν  στην απόδοση μόνο των εξόδων παράστασης. Για την κατάστρωση της νέας νομοθετικής επιλογής δεν αρκεί ασφαλώς η θέσπιση της παραπάνω αρχής του άρθρου 135, στοιχ. β΄. Ο νομοθέτης με το την ρύθμιση του στοιχ. δ΄του ιδίου άρθρου καταστρώνει ακριβώς την έννοια και το περιεχόμενο της οικονομικής αποζημίωσης, ως εξής: «δ) Με προεδρικό διάταγμα, το οποίο εκδίδεται μετά από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών, ύστερα από γνώμη της Κεντρικής Ένωσης Δήμων και Κοινοτήτων, μπορεί να καθορίζεται οικονομική αποζημίωση των δημάρχων και προέδρων Κοινοτήτων. Κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους της οικονομικής αποζημίωσης αποτελούν ιδίως τα τακτικά έσοδα των αντίστοιχων Δήμων και Κοινοτήτων, καθώς και ο πληθυσμός τους.» Αναλυτικότερα ο νομοθέτης παρέχει εξουσιοδότηση για την έκδοση Προεδρικού Διατάγματος με το οποίο θα καθορίζεται το περιεχόμενο, το ύψος και ο τρόπος καταβολής της οικονομικής αποζημίωσης των δημάρχων και των προέδρων κοινοτήτων. Δεν γίνεται λόγος δηλαδή για τους άλλους αιρετούς που ασκούν διοίκηση, όπως είναι οι αντιδήμαρχοι. Επίσης ο ίδιος ο νομοθέτης προδιαγράφει τα βασικά κριτήρια καθορισμού της οικονομικής αποζημίωσης που είναι το ύψος των τακτικών εσόδων του δήμου ή της κοινότητας και ο πληθυσμός.  Το ύψος των εσόδων ήταν εξάλλου το βασικό και σταθερό κριτήριο για τον προσδιορισμό και των εξόδων παράστασης αλλά και της αντιμισθίας στο καθεστώς που ίσχυε πριν από το ν.ΔΝΖ/1912. Πάντως σε αυτό το προ του 1912 καθεστώς της αντιμισθίας ο πληθυσμός που καθόριζε εξάλλου και την ένταξη των δήμων σε κάθε μία από τις τρεις τάξεις αποτελούσε επίσης κριτήριο προσδιορισμού της αντιμισθίας.
Η έκδοση προεδρικού διατάγματος για τον προσδιορισμό της οικονομικής αποζημίωσης ήταν ασφαλώς δυνητική. Ο νομοθέτης του ν.3463/2006 άνοιξε ένα παράθυρο στην καθιέρωση της οικονομικής απολαβής ως αντισταθμίσματος στην παρεχόμενη από τον αιρετό διάθεση χρόνου και δραστηριότητας για την άσκηση των απορρεόντων από την αποστολή του καθηκόντων, όπως ζητούσε επίμονα με τις αποφάσεις των συλλογικών οργάνων και συνεδρίων το σώμα των αιρετών, αλλά ταυτόχρονα φάνηκε και διστακτικός, ως να αφήνει «ανοικτό παράθυρο» για το μέλλον. Γιαυτό εξάλλου στο άρθρο 136 του ν.3463/2006 επαναλαμβάνεται η ρύθμιση για την απόδοση και των προσδιορισμό των εξόδων παράστασης ως μεταβατική λύση έως την έκδοση του προαναφερομένου προεδρικού διατάγματος. Στη πρώτη παράγραφο του άρθρου 136 του ν.3463/2006 ορίζεται ότι «1. Οι δήμαρχοι και οι πρόεδροι Κοινοτήτων, μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος της περίπτωσης δ΄ του προηγούμενου άρθρου, καθώς και οι αντιδήμαρχοι, οι πρόεδροι δημοτικών συμβουλίων και οι αντιπρόεδροι Κοινοτήτων δικαιούνται εξόδων παράστασης, τα οποία καταβάλλονται από το Δήμο ή την Κοινότητα». Από τα οριζόμενα στην εν λόγω διάταξη προκύπτει σαφώς ο περιορισμός της μελλοντικής οικονομικής αποζημίωσης μόνο για τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο κοινότητας ενώ οι αντιδήμαρχοι, οι πρόεδροι των δημοτικών συμβουλίων και οι αντιπρόεδροι των κοινοτήτων εξακολουθούσαν να δικαιούνται εξόδων παράστασης, και ως εκ τούτου το αξίωμά τους θα συνέχιζε να είναι οιωνεί άμισθο, διότι επί της ουσίας  ήδη τα έξοδα παράστασης είχαν την μορφή της αντιμισθίας.
Η πρώτη και μοναδική απόπειρα εκπόνησης σχεδίου προεδρικού διατάγματος και έναρξης της διαβούλευσης με την ΚΕΔΚΕ έλαβε χώρα το 2007 αλλά το σχέδιο δεν έγινε αποδεκτό από την ΚΕΔΚΕ και εν συνεχεία ο Κυβέρνηση δεν επανήλθε διατηρώντας έτσι το καθεστώς των εξόδων παράστασης έως την εφαρμογή του ν.3852/2010. Οι εκπρόσωποι της τοπικής αυτοδιοίκησης αξιολόγησαν τον Σχέδιο Προεδρικού Διατάγματος ως μη ανταποκρινόμενο «στις σύγχρονες απαιτήσεις της αποτελεσματικής και ανεξάρτητης τοπικής αυτοδιοίκησης αλλά καθιστά δυσμενέστερη την θέση των αιρετών». Επικρίνεται μάλιστα διότι επικεντρώνεται ανεπιτυχώς στην οικονομική αποζημίωση χωρίς να αντιμετωπίζει τα συνακόλουθα προβλήματα των ασφαλιστικών και συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων και κυρίως διότι καθιστά μεταξύ των άλλων δυσμενέστερη την θέση των «αιρετών δημοσίων υπαλλήλων και υπαλλήλων πρώην ΔΕΚΟ»
Εν τω μεταξύ με την ΚΥΑ  5631/28-1-2007 (ΦΕΚ Β΄/103/30-1-2007) «Καθορισμός εξόδων παράστασης των δημάρχων, προέδρων κοινοτήτων, αντιδημάρχων, προέδρων δημοτικών συμβουλίων και αντιπροέδρων κοινοτήτων» ορίστηκαν τα έξοδα παράστασης υπό το καθεστώς του άρθρου 136 του ν.3463/2010 λαμβανομένης υπόψη ως προς τους Αντιδημάρχους και Προέδρους Δημοτικών Συμβουλίων την κλιμάκωση  με βάση τον πληθυσμό. Η απόφαση τροποποιήθηκε ως προς τα ποσά με την ΚΥΑ 42224/4-7-2008 (ΦΕΚ Β΄1350/10-7-2008 ) η οποία παρέμεινε έκτοτε η βάση για τον καθορισμό των εξόδων παράστασης καθ΄όλη την περίοδο έως το 2010 και αποτελεί ως πλέον πρόσφατη ρύθμιση  μέτρο σύγκρισης με το ισχύον σήμερα σύστημα της αντιμισθίας που εισήγαγε ο ν.3852/2010.
Ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της κλίμακας που εισήγαγε η προαναφερόμενη ΚΥΑ 5631/28-1-2007 είναι η συμπερίληψη μόνο δέκα (10) ενοτήτων έναντι των προηγουμένων ΚΥΑ όπως π.χ.  της με αριθμό 63882/14 Δεκεμβρίου 2005 (ΦΕΚ Β΄1863/29 Δεκεμβρίου 2005) η οποία περιελάμβανε κλίμακα είκοσι εννέα (29) ενοτήτων. Συνέπεια αυτού είναι η αύξηση των εξόδων παράστασης σχεδόν σε όλους του Δήμους. Ο παραπάνω πίνακας αποτυπώνει την κατάσταση στην οποία βρήκε τους αιρετούς, το 2010 ο θεσμός της αντιμισθίας που εισήγαγε ο ν. 3852/2010 και εφαρμόστηκε από την 1η Ιανουαρίου 2011.
Ο νομοθέτης του ν. 3463/2006 διαφοροποίησε επίσης για πρώτη φορά την αντιμισθία των  αντιδημάρχων, οι οποίοι ελάμβαναν αδιακρίτως πληθυσμού το 50% των συνολικών εξόδων παράστασης του οικείου δημάρχου,  εισάγοντας πέραν των τακτικών εσόδων και το πληθυσμιακό κριτήριο. Το ανάλογο ίσχυσε και για τους Προέδρους των Δημοτικών Συμβουλίων. Έτσι, σύμφωνα με τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 136 του ν. 3463/2006 οι αντιδήμαρχοι των δήμων με πληθυσμό έως 10.000 λαμβάνουν το 40% του  συνολικού ποσού των  εξόδων παράστασης του οικείου δημάρχου, των δήμων με πληθυσμό άνω των 10.000 κατοίκων  λαμβάνουν  το 50% του συνολικού ποσού των εξόδων παράστασης του οικείου δημάρχου. Καθιερώνονται επίσης έξοδα παράστασης για τους αντιπροέδρους των κοινοτήτων  με πληθυσμό άνω των 2.000 κατοίκων οι οποίοι λαμβάνουν το 40% του συνολικού ποσού των εξόδων παράστασης του οικείου προέδρου της κοινότητας. Με την διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 136 του ν.3463/2006 ορίζονται τα έξοδα παράστασης του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου σύμφωνα με κλίμακα πληθυσμού σε αντίθεση με ότι ίσχυε πριν όπου και ο πρόεδρος ελάμβανε έξοδα παράστασης ίσα με το 50% των συνολικών εξόδων παράστασης του οικείου δημάρχου. Με την νέα διάταξη της παρ.4 σε δήμους που έχουν πληθυσμό έως 10.000 κατοίκους ο πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου λαμβάνει ως έξοδα παράστασης το 30% των συνολικών εξόδων παράστασης του οικείου δημάρχου, σε δήμους με πληθυσμό από 10.000 έως 100.000 λαμβάνει το 40% των συνολικών εξόδων παράστασης του οικείου δημάρχου και σε δήμους με πληθυσμό άνω των 100.000 κατοίκων λαμβάνει το 50% των εξόδων παράστασης του δημάρχου.

Πέραν των Δημάρχων, των προέδρων των κοινοτήτων, των αντιδημάρχων και των προέδρων των δημοτικών συμβουλίων, έξοδα παράστασης δικαιούνται σύμφωνα με το προϊσχύον δημοτικό δίκαιο να λάβουν και οι πρόεδροι των συνδέσμων δήμων και κοινοτήτων, οι πρόεδροι των δημοτικών νομικών προσώπων, ιδρυμάτων ενώ αντίθετα οι πρόεδροι και αντιπρόεδροι των δημοτικών επιχειρήσεων δικαιούνται αποζημίωσης. Το όριο των εξόδων παράστασης ή της αποζημίωσης των παραπάνω αιρετών  καθορίστηκε καταρχήν με απόφαση των διοικητικών συμβουλίων αλλά εν συνεχεία προβλέφθηκε η έκδοση σχετικής Απόφασης του Υπουργού Εσωτερικών που ορίζει την κλίμακα εσόδων εντός της οποίας μπορεί να κινηθεί η απόφαση του οικείου διοικητικού συμβουλίου ή καθορίζεται και δεσμευτικά από την ίδια την Υπουργική Απόφαση.
Έξοδα παράστασης προβλέφθηκαν για τον πρόεδρο του Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων στην περίπτωση που δεν έχει το αξίωμα του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας για πρώτη φορά με το άρθρο 148, παρ.4 του ΔΚΚ 1954. Τα έξοδα καθορίζονται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του συνδέσμου  με βάση την κλίμακα εσόδων που προβλέπεται στο άρθρο 122 του ΔΚΚ 1954. Προϋπόθεση πάντως για την εφαρμογή της διάταξης είναι η ύπαρξη αναλόγου δραστηριότητας στον Σύνδεσμο είτε με την εκτέλεση έργων είτε με την παροχή υπηρεσιών. Με τη διάταξη της παραγράφου 5 του άρθρου 148 ΔΚΚ 1954 ρυθμίζεται η χορήγηση εξόδων κίνησης στον πρόεδρο του Συνδέσμου όταν μετακινείται για υπηρεσιακούς λόγους εκτός της έδρας του Συνδέσμου. Το ύψος των εξόδων κίνησης καθορίζεται από το διοικητικό συμβούλιο αλλά υπόκειται στην έγκριση του Νομάρχη.
Οι διατάξεις περί εξόδων παράστασης του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων παρέμειναν και στον Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα της Δικτατορίας και ενσωματώθηκαν εν συνεχεία στις πρώτες μεταδικτατορικές κωδικοποιήσεις καθώς και τον νέο Δημοτικό και Κοινοτικό Κώδικα του 1980.
Ο ΔΚΚ 1954 καταστρώνει επίσης και τις βασικές ρυθμίσεις για τον θεσμό των δημοτικών επιχειρήσεων. Οι Επιχειρήσεις που διέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 214 και επόμενα του ΔΚΚ 1954 διοικούνται από επιτροπή η οποία αποτελείται από τον δήμαρχο ή τον πρόεδρο της κοινότητας  ως πρόεδρο, δύο δημοτικούς ή κοινοτικούς συμβούλους και δύο δημότες που έχουν εμπειρία στο αντικείμενο της επιχείρησης.  Με το άρθρο 28 του ν.4260/1962 (ΦΕΚ Α΄186/12Νοεμβρίου 1962) προβλέπεται ότι μπορεί να καταβάλλεται αποζημίωση στον πρόεδρο της επιτροπής για τις παρεχόμενες στην επιχείρηση υπηρεσίες. Η αποζημίωση καθορίζεται από τον Νομάρχη μετά από πρόταση της διοικούσας επιτροπής της επιχείρησης. Εν προκειμένω ο νομοθέτης δεν θέτει ως προϋπόθεση να μην είναι ο πρόεδρος δήμαρχος ή πρόεδρος της κοινότητας. Συνεπώς δυνητικά δικαιούται αποζημίωσης ως πρόεδρος της επιχείρησης και ο δήμαρχος. Επίσης με τη διάταξη του άρθρου 28 του ν.4260/1962 παρέχεται η δυνατότητα καταβολής αποζημίωσης στον πρόεδρο και τα μέλη της διοικούσας  επιτροπής της επιχείρησης  για την συμμετοχή στις συνεδριάσεις. Η αποζημίωση αυτή ορίζεται επίσης με Απόφαση του Νομάρχη μετά από πρόταση της επιτροπής. Η ίδια διάταξη ενσωματώθηκε στον δικτατορικό Δημοτικό Κώδικα  του 1973 καθώς και στον Δημοτικό Κώδικα του 1975.
Η καταβολή αποζημίωσης στον Πρόεδρο Δημοτικής Επιχείρησης Ύδρευσης Αποχέτευσης ρυθμίζεται με το άρθρο 3, παρ. 7 του ν.1069/1980  πλην όμως για πρώτη φορά ορίζεται ότι η αποζημίωση ορίζεται με ΚΥΑ των Υπουργών Εσωτερικών και Οικονομικών μετά από πρόταση του διοικητικού συμβουλίου της επιχείρησης. Η παραπάνω διάταξη που επέτρεπε στον δήμαρχο να λαμβάνει και αποζημίωση ως πρόεδρος της ΔΕΥΑ αντικαταστάθηκε με τη διάταξη της παρ.9 του άρθρου 8 του ν.2839/2000 «Ρυθμίσεις θεμάτων Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις»-ΦΕΚ Α΄196/12 Σεπτεμβρίου 2000,  η οποία αποκλείει την αποζημίωση του δημάρχου ως προέδρου της ΔΕΥΑ και θέτει όριο ίσο με το 50% των εξόδων παράστασης του δημάρχου για τον καθορισμό της αποζημίωσης του προέδρου της ΔΕΥΑ, όταν αυτός δεν είναι ο δήμαρχος
Έξοδα παράστασης προβλέπονται σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις του ν.3463/2006, δηλαδή του ΔΚΚ του 2006, ο οποίος κατέστρωσε για πρώτη φορά ολοκληρωμένο σύστημα ρυθμίσεων για την οικονομική και όχι μόνο παράμετρο της καταστατικής θέσης των αιρετών, και για τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο δημοτικού νομικού προσώπου καθώς και δημοτικού ιδρύματος παρότι επί μακρόν χρονικό διάστημα ο νομοθέτης επέμενε  στο πραγματικό άμισθο του αξιώματος του προέδρου δημοτικού ιδρύματος καθώς και των υπολοίπων νομικών προσώπων  του δήμου ή της κοινότητας. Επίσης κατ΄εφαρμογή  των άρθρων 248, παρ.1 και 252 παρ.5 του ΔΚΚ 2006 εκδόθηκαν αντίστοιχα οι Αποφάσεις του Υπουργού Εσωτερικών που καθορίζουν το ύψος των εξόδων παράστασης για τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο Συνδέσμου Δήμων και Κοινοτήτων και για τον καθορισμό αποζημίωσης για τον πρόεδρο και αντιπρόεδρο των δημοτικών κοινωφελών επιχειρήσεων. Κρίσιμη παράμετρος για τον καθορισμό των εξόδων παράστασης των δημοτικών ιδρυμάτων, νομικών προσώπων και κοινωφελών επιχειρήσεων υπό το καθεστώς του ΔΚΚ 2006 είναι το όριο του 50% των εξόδων παράστασης του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας που δεν μπορεί να υπερβεί το ποσόν των προαναφερομένων εξόδων παράστασης.
Η ρύθμιση του δικαιώματος καταβολής εξόδων παράστασης στον πρόεδρο και αντιπρόεδρο των δημοτικών ή κοινοτικών  νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου και ιδρυμάτων άργησε να έρθει διότι η μεν συγκρότηση των δημοτικών ή κοινοτικών ιδρυμάτων  συνοδεύτηκε πάντοτε από τον ορισμό του δημάρχου ή του προέδρου της κοινότητας αλλά και του βοηθού δημάρχου ή του αντιδημάρχου ως προέδρου, θεωρουμένου ως ex officio καθήκοντός τους  ενώ τα δημοτικά ή κοινοτικά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου αντίστροφα, εξαιτίας της παράλειψης του νομοθέτη να ρυθμίσει την καταβολή εξόδων παράστασης στην περίπτωση όπου ο δήμαρχος, ο πρόεδρος ή ο αντιπρόεδρος δεν είχε οριστεί πρόεδρός τους, κατά κανόνα δεν οριζόταν μη κάτοχος των παραπάνω αξιωμάτων ως πρόεδρος.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου