Αλλαγή του εκλογικού συστήματος των Ο.Τ.Α.: Επιστροφή στα παλιά...

 

Άρθρο του Δημήτρη Ι.Κατσούλη

ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ

Η κατάργηση της απλής αναλογικής για τις εκλογές της Αυτοδιοίκησης  αποτελεί μία εξίσου εμβληματική «μεταρρύθμιση», όπως εμβληματική και ιδεολογικά φορτισμένη ήταν η καθιέρωσή της από την Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τον γνωστό πρόγραμμα «Κλεισθένης1». Και στις δύο περιπτώσεις προκρίνονται εμμονές και ιδεολογικοπολιτικές στοχεύσεις ευρύτερες πάντως του θεσμικού πεδίου της Αυτοδιοίκησης.

Ο νομοθέτης του Ν.4555/2018 («Πρόγραμμα Κλεισθένης 1») καθιέρωσε την απλή αναλογική χωρίς να προσαρμόσει αντιστοίχως το σύστημα διακυβέρνησης, παρά την ενίσχυση του Δημάρχου και του Περιφερειάρχη στην Οικονομική και τις λοιπές διοικητικές επιτροπές. Επικέντρωσε την ρητορική του στην εμβάθυνση δήθεν της δημοκρατικότητας χωρίς να εξασφαλίσει την προγραμματική πλειοψηφία η οποία είναι αναγκαία σε κάθε σύστημα δημοκρατικής διακυβέρνησης. Με τις επιλογές του υπονόμευσε την απλή αναλογική.

Από την άλλη πλευρά η Νέα Δημοκρατία είναι σταθερά αντίπαλος κάθε ουσιαστικής αναλογικότητας στο εκλογικό σύστημα δεδομένου άλλωστε ότι ιστορικά επιδιώκει την ενισχυμένη αναλογική ή μικτά πλειοψηφικά συστήματα και στην Αυτοδιοίκηση.  Αντίθετοι στην απλή αναλογική ήταν και οι Δήμαρχοι και Περιφερειάρχες, ιδίως οι πρώτοι, διότι το σύστημα της ενισχυμένης πλειοψηφίας μέσα από την πολύχρονη εφαρμογή του είχε παγιώσει πρακτικές και αντιλήψεις η αλλαγή των οποίων απαιτεί νέες πρακτικές και ρηξικέλευθες πολιτικές αντιλήψεις. Οι αιρετοί της Αυτοδιοίκησης γενικώς είναι ένα σώμα δυσκίνητο στις αλλαγές ιδίως σε εκείνες που ξεβολεύουν. Θυμίζω την τύχη των καινοτόμων επιλογών του Καλλικράτη: Διαβούλευση, Λογοδοσία, Διαμεσολάβηση, συλλογικότητα διαμέσου της Εκτελεστικής Επιτροπής αλλά και τη διαχρονική απαξίωση της δημοτικής αποκέντρωσης και των συμμετοχικών θεσμών. Όλα αυτά αφυδατώθηκαν και ακυρώθηκαν στην πράξη, όχι πάντως από τον νομοθέτη ή τις Κυβερνήσεις.

Η απλή αναλογική προβλήθηκε ως σύστημα που διαλύει την Αυτοδιοίκηση και οδηγεί σε ακυβερνησία. Η κυβερνητική αλλαγή μάλιστα και η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας στην εξουσία επέτρεψε την άμεση αποκατάσταση της τρωθείσας κυβερνησιμότητας -θεωρητικά, διότι το κύριο αποτέλεσμα της απλής αναλογικής, δηλαδή η αδυναμία συγκρότησης  προγραμματικής πλειοψηφίας, δεν πρόλαβε να «παίξει» στην πράξη- και με μία σειρά από νομοθετικές ρυθμίσεις μετέβαλε το σύστημα διακυβέρνησης αποδυναμώνοντας ακόμη περισσότερο το Συμβούλιο και καθιστώντας τον Δήμαρχο ή τον Περιφερειάρχη απόλυτο κυρίαρχο της πολιτικής και διοικητικής λειτουργίας. 

Συνεπώς η επαναφορά του συστήματος ενισχυμένης πλειοψηφίας ήταν μία εξαρχής αναγγελθείσα επιλογή η οποία μάλιστα συναντά την συντριπτική αποδοχή των αιρετών και ως τέτοια αξιολογείται.

 

Η ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΗ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΗ ΣΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Αντικειμενικά πάντως το μέγα ζητούμενο δεν είναι πρωτίστως το σύστημα εκλογής, αν και αυτό πραγματώνει την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας στο πεδίο της τοπικής αυτοδιοίκησης κατά τρόπο καθοριστικό. Το ζητούμενο εν προκειμένω είναι η συγκρότηση αποτελεσματικού συστήματος διακυβέρνησης, ικανού να ασκεί τις εξουσίες που προσδοκούμε να αποκεντρωθούν στην Αυτοδιοίκηση, στο πλαίσιο της αλλαγής στο Κράτος και της μετάβασης σε κράτος πολυεπίπεδης δημοκρατικής διακυβέρνησης, τουλάχιστο ως προς την προσέγγιση του ευρωπαϊκού κεκτημένου της Αυτοδιοίκησης. Η δημοκρατική νομιμοποίηση του συστήματος είναι όντως εξίσου κρίσιμη. Γιαυτό επιλογές που παραμορφώνουν την αντιπροσωπευτικότητα και την ισότητα της ψήφου δεν πρέπει να γίνονται αποδεκτές ιδίως όταν υπερβαίνουν τις αναγκαίες χάριν της κυβερνησιμότητας αποκλίσεις. Οι αποκλίσεις από την δημοκρατική αντιπροσώπευση πρέπει να αντισταθμίζονται με θεσμικά και δημοκρατικά αντίβαρα, όπως οι συμμετοχικές διαδικασίες λογοδοσίας, η διαφάνεια και κυρίως η λειτουργία του πολιτικού και κοινωνικού ελέγχου. Αυτό προϋποθέτει νέο καταμερισμό ρόλων στο σύστημα διακυβέρνησης.

Έχουμε ήδη επισημάνει (βλ. και Δημήτρη Κατσούλη, Τομές Δημοκρατίας στην Αυτοδιοίκηση, εκδόσεις Δεδεμάδης, Αθήνα 2019) ότι το ισχύον σύστημα διακυβέρνησης δεν ανταποκρίνεται πλέον στις ανάγκες αποτελεσματικής διακυβέρνησης και κυρίως δεν ικανοποιεί την εξίσωση: δημοκρατική νομιμοποίηση και αποτελεσματική ηγεσία. Η χωρική μεγέθυνση των ΟΤΑ σε συνδυασμό με τις ανάγκες σύγχρονης ηγεσίας ικανής να ανταποκριθεί στις αυξημένες και  πολυσχιδείς λειτουργίες της διακυβέρνησης, απαιτούν την ανασυγκρότηση του συστήματος σε άλλη βάση: Το Συμβούλιο πρέπει να απαλλαγεί από το γενικό τεκμήριο αποφασιστικής αρμοδιότητας (που το καθιστά δυσκίνητο διοικητικό όργανο) και να μετατραπεί σε «βουλευόμενο σώμα» το οποίο προγραμματίζει, θέτει κανονιστικές ρυθμίσεις, ελέγχει πολιτικά τα εκτελεστικά όργανα. Ο Δήμαρχος ή Περιφερειάρχης, έχοντας την άμεση λαϊκή νομιμοποίηση, και η οριζόμενη από αυτούς Εκτελεστική Επιτροπή έχουν το τεκμήριο γενικής αποφασιστικής αρμοδιότητας, (μαζί με τις άλλες Επιτροπές, Οικονομική κλπ, αποτελούν τα διοικητικά όργανα), υλοποιούν τα προγράμματα, λογοδοτούν στο Συμβούλιο. Η προγραμματική πλειοψηφία είναι πάντοτε αναγκαία είτε αυτή διαμορφώνεται με διαβούλευση με πρωτοβουλία του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη είτε προκύπτει ελέω εκλογικού συστήματος. Εξίσου καθοριστικός είναι και ο ρόλος της μειοψηφίας, ιδίως στην άσκηση του πολιτικού ελέγχου. Αυτή η ισορροπία είναι κρίσιμη για την δημοκρατική λειτουργία αλλά και την αποτελεσματικότητα του συστήματος διακυβέρνησης.

Η ΠΕΠΑΤΗΜΕΝΗ ΚΑΙ ΟΙ ΕΜΜΟΝΕΣ

Το σύστημα της ενισχυμένης πλειοψηφίας που παραδοσιακά εφαρμόζεται στην χώρα μας προσφέρει ευρεία πλειοψηφία 3/5 των εδρών του Συμβουλίου στην παράταξη του Δήμαρχου ή του Περιφερειάρχη. Η πλειοψηφία αυτή είναι ex lege και, έως τώρα, αδιαπραγμάτευτη ανεξαρτήτως της αρχικής εκλογικής δύναμης και του «γύρου» εκλογής του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη.

Επίσης, παραδοσιακά εφαρμόζεται η άμεση εκλογή του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη σε δύο γύρους.

Πάγιο αίτημα της Νέας Δημοκρατίας από την δεκαετία του 90 – τουλάχιστον- ήταν η κάμψη του ορίου του 50%+1 για την εκλογή του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη( ή προηγούμενα του Νομάρχη). Η εκλογή με 40%+1 ίσχυε μάλιστα σε όλη την προδικτατορική περίοδο αλλά και προπολεμικά. Τότε πάντως η κατανομή των εδρών περιοριζόταν μεταξύ των δύο πρώτων συνδυασμών. Με τον Ν.3463/2006 καθιερώθηκε η εκλογή με το όριο 42% η οποία καταργήθηκε το 2010 με τον Ν.3852/2010 («Πρόγραμμα Καλλικράτης»). Τώρα το χαμηλό όριο του 43%+1 επανέρχεται με το  νομοσχέδιο της Κυβέρνησης. Η εκλογή σε δεύτερο γύρο με το 50%+1 καθιερώθηκε μετά την μεταπολίτευση, παγιώθηκε με τον Ν.1270/1982 και επανήλθε μετά την παρένθεση του 42%+1 με τον «Καλλικράτη» το 2010.

Η μείωση του ορίου εκλογής του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη σε συνδυασμό με την διατήρηση της  ex lege υπέρ ενισχυμένης πλειοψηφίας των 3/5 των εδρών του Συμβουλίου αφαιρεί το «νομιμοποιητικό φίλτρο» της επαναληπτικής ψήφου στον  Δήμαρχο ή Περιφερειάρχη η οποία δικαιολογεί  και «νομιμοποιεί» την extra πλειοψηφία. Συνεπώς ο ορισμός του ορίου 50%+1 είναι απολύτως αναγκαίο αντίβαρο για την δημοκρατική νομιμοποίηση του συστήματος της ενισχυμένης πλειοψηφίας. Αντίθετα η επιλογή του 42 ή 43%+1 αποδυναμώνει την «νομιμοποίηση» της «δοτής υπερ-πλειοψηφίας»  και ικανοποιεί – επίσης παραδοσιακά-επιλογές κομματικής σκοπιμότητας δεδομένου του συσχετισμού πολιτικών δυνάμεων.

Το νομοσχέδιο της Κυβέρνησης, χωρίς να αγγίζει τα ζητήματα των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου (εξάλλου είναι μόνο εκλογικό) περιορίζει τον συνολικό αριθμό των Συμβούλων, στους  Δήμους περίπου κατά 20% ενώ στις Περιφέρειες κατά 22%. Η επιλογή αυτή δεν είναι πρόσφορη ιδίως όταν με την επιλογή του συστήματος της ενισχυμένης πλειοψηφίας, ο περιορισμός της αναλογικής εκπροσώπησης στις μειοψηφούσες παρατάξεις δυσχεραίνεται ακόμη περισσότερο με τον περιορισμό του αριθμού των προς διάθεση εδρών. Μόνη ίσως δικαιολογημένη είναι η μείωση του Περιφερειακού Συμβουλίου Αττικής το οποίο πρέπει να περιοριστεί στα 71 μέλη. Καμία άλλη μείωση στα Περιφερειακά Συμβούλια δεν είναι σκόπιμη.

Η επιλογή της συρρίκνωσης των Συμβουλίων δεν υπηρετεί κανέναν υγιή θεσμικό και πολιτικό σκοπό διότι συνακόλουθα περιορίζει την σχέση αντιπροσώπευσης μεταξύ πολιτών και εντολοδόχων αιρετών, περιορίζει το πολιτικό σώμα της Αυτοδιοίκησης και την συμμετοχικότητα και σε τελική ανάλυση αποδυναμώνει την θέση της Αυτοδιοίκησης στο πολιτικό σύστημα. Συνήθως δικαιολογείται με την υπερσυντηρητική άποψη περί «κόστους της Δημοκρατίας» και συνεπώς μείωσης των αιρετών. Η υπεραύξηση έως 150% των υποψηφίων συμβούλων δεν αντισταθμίζει σε καμία περίπτωση τις αρνητικές συνέπειες της συρρίκνωσης των Συμβουλίων.

Επειδή η πρακτική της «μεταρρύθμισης» δια μέσου της επαναφοράς παλαιών, ενίοτε και μη δοκιμασμένων θεσμικών επιλογών είναι μάλλον μονόδρομος «μεταρρυθμιστικής» πολιτικής, επαναφέρεται μία παλιά διάταξη του Ν. 3463/2006 περί εκλογής χωρίς σταυρό (τύπου «αριστίνδην») διατελεσάντων Δημάρχων με δύο θητείες από το 2011 και μετά. Η αντίστοιχη προηγούμενη διάταξη αφορούσε πρώην Δημάρχους ή Κοινοτάρχες και όχι υποχρεωτικά για υποψηφιότητα σε Δήμο που υπηρέτησαν αλλά σε κάθε Δήμο του Νομού. Η διάταξη τότε, ενόψει του νέου «Καποδίστρια» που έγινε τελικά «Καλλικράτης», είχε μία λογική λόγω της αντικειμενικής συρρίκνωσης των θέσεων ηγεσίας στους Δήμους και στην αξιοποίηση της εμπειρίας των παλαιών Δημάρχων και Κοινοταρχών στους νέους Δήμους, ενδεχομένως δε και στην ανανέωση του πολιτικού προσωπικού πρώτης ευθύνης. Δεν εφαρμόστηκε ποτέ γιατί καταργήθηκε από τον «Καλλικράτη». Σήμερα όμως, την στιγμή που συρρικνώνεται ο αριθμός των Συμβούλων κατά 20% είναι απολύτως αντιφατικό και άσκοπο ένα τέτοιο μέτρο που δεν υπηρετεί την ανανέωση των τοπικών ηγεσιών δεδομένου δε ότι ο «πληθυσμός» τον οποίο απευθύνεται είναι ελάχιστος  (λίγο περισσότεροι από 100). Αντίθετα εάν η Κυβέρνηση ήθελε να δώσει κίνητρα για την ανανέωση των τοπικών ηγεσιών μπορεί να υιοθετήσει την πρόταση για όριο θητειών στους αιρετούς οπότε η συγκεκριμένη ρύθμιση περί εκλογής χωρίς σταυρό των διατελεσάντων Δημάρχων θα ήταν θεσμικό κίνητρο. Τώρα μάλλον «πελάτες» αλιεύει.

Η μείωση του αριθμού των υποψηφίων από το ίδιο φύλο από 40% σε 33% είναι ανεξήγητη και αποπνέει απαξία προς την συμμετοχή ιδίως των γυναικών. Η Κυβέρνηση εάν δεν θέλει να περιορίσει τη συμμετοχή των γυναικών ( την έχει εξάλλου περιορίσει και στην σύνθεση της Κυβέρνησης) ας προχωρήσει – χωρίς να μειώσει το 40%- στην υιοθέτηση καλών πρακτικών  όπως π.χ. στις περιπτώσεις της πολυσταυρίας να καθιερώσει την εγκυρότητα της σταυροδοσίας όταν περιλαμβάνει συγκεκριμένο αριθμό σταυροδοσίας σε υποψήφιες, λόγου χάρη στην τετρασταυρία οι σταυροί να μοιράζονται υποχρεωτικά ανά δύο σε κάθε φύλο. Έτσι θα ενισχυθεί η εκλογή των γυναικών στα Συμβούλια.

Το νομοσχέδιο καταργεί τα Κοινοτικά Συμβούλια στην έδρα του Δήμου και εντάσσει υποχρεωτικά τις υποψηφιότητες των Κοινοτικών Συμβούλων στους συνδυασμούς υποψηφίων Δημάρχων. Δηλαδή και εδώ ξαναγυρίζει στα παλιά. Η επιλογή όμως της κατάργησης των Κοινοτικών Συμβουλίων στην έδρα δημιουργεί συνθήκες άνισης μεταχείρισης των υπολοίπων Κοινοτήτων διότι οι σχετικές αρμοδιότητες (συμβουλευτικού κυρίως χαρακτήρα) αναλαμβάνονται απευθείας από τα όργανα του Δήμου. Εν τω μεταξύ η συνύπαρξη ισοδύναμων κωμοπόλεων ή πόλεων σε έναν Καλλικρατικό Δήμο οδηγεί σε ανταγωνισμούς που θα ενταθούν μετά την προνομιακή μεταχείριση της έδρας. Το σύστημα εξάλλου της ενδοδημοτικής συμμετοχικής αποκέντρωσης πρέπει να είναι ενιαίο, πρέπει να λειτουργεί ενοποιητικά και όχι αποσυνθετικά. Είναι λάθος επιλογή η κατάργηση των Κοινοτικών Συμβουλίων στην έδρα.

Αντίθετα η επαναφορά της πενταετούς θητείας, όπως ισχύει σε πολλές άλλες χώρες, είναι εύστοχη διότι αντιστοιχεί με τους κύκλους του προγραμματισμού και επιτρέπει στις αιρετές αρχές να ολοκληρώνουν το προγραμματικό τους πλαίσιο.

Τέλος, αλλά όχι τελευταίο από σειρά σπουδαιότητας  είναι το ζήτημα της  επαναφοράς της ex lege ενισχυμένης πλειοψηφίας των 3/5 η οποία επανέρχεται και ισχύει πάλι ανεξαρτήτως της επίδοσης του επιτυχόντος συνδυασμού στον πρώτο γύρο.

ΠΡΟΤΑΣΗ ΓΙΑ «ΚΥΛΙΟΜΕΝΗ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ»

Όταν το ζητούμενο είναι η  πλειοψηφία του Δημάρχου ή του Περιφερειάρχη και αυτή διασφαλίζεται υποχρεωτικά, τότε είναι εφικτή, θεμιτή και δημοκρατικά νομιμοποιημένη η «κυλιόμενη πλειοψηφία».

Συγκεκριμένα, μπορεί να καταστρωθεί ένα σύστημα «κυλιόμενης πλειοψηφίας» στην ακόλουθη βάση:

Ø  Ο εκλεγμένος Δήμαρχος ή Περιφερειάρχης  (στον πρώτο ή τον δεύτερο γύρο με 50%+1 κατά την άποψή μας) διασφαλίζει ex lege το 50%+1 των εδρών.

Ø  Σε αυτό τον αριθμό θα προστίθεται μία (1) έδρα ανά κλίμακα ποσοστού που έλαβε ο επιτυχών στο πρώτο γύρο (πχ. προστίθεται 1 έδρα όταν υπερβεί το 40%, μία (1) ακόμη όταν υπερβεί το 45% και μία ακόμη όταν υπερβεί το 50%. Τέλος προστίθεται και μία (1) ακόμη έδρα όταν υπερβεί το 55% οπότε και κατά κανόνα συμπληρώνει τα 3/5. Στους Δήμους με μικρό αριθμό Συμβούλων η κλίμακα μπορεί να διαφοροποιηθεί.

Ø  Η παραπάνω πρόταση προσαρμόζεται ανάλογα με τον αριθμό των μελών του Συμβουλίου διότι δεν εφαρμόζεται εύκολα σε ολιγομελή Συμβούλια.  Μπορεί πάντως αρχικά να εφαρμοστεί σε Δήμους με 27μελή Συμβούλια και στις Περιφέρειες.

 Οι παρακάτω Πίνακες προσφέρουν ένα πρώιμο παράδειγμα 


 

Το προτεινόμενο σύστημα κυλιόμενης ενισχυμένης πλειοψηφίας είναι σαφώς αναλογικότερο της υπερενισχυμένης πλειοψηφίας των 3/5 και περιορίζει τη δυσαναλογία της εκπροσώπησης σε μειοψηφίες που έχουν όμως αποσπάσει ευρεία υποστήριξη από το εκλογικό σώμα. Σε κάθε περίπτωση είναι δικαιότερο και ταυτόχρονα εξασφαλίζει σταθερές πλειοψηφίες. Γίνεται δε ακόμη πιο δίκαιο όταν εφαρμόζεται σε Συμβούλια των οποίων δεν έχουν μειωθεί οι έδρες, δηλαδή συμβαδίζει και με την εγκατάλειψη της ιδέας για μείωση του αριθμού των Δημοτικών ή Περιφερειακών Συμβούλων.

ΣΥΝΟΨΙΖΟΝΤΑΣ…

Συνοψίζοντας, με το νομοσχέδιο επιχειρείται επιστροφή στην πεπατημένη και επανέρχονται εμμονές. Η άρνηση της απλής αναλογικής ή η απαξίωσή της, επιλογή πρωτίστως ιδεολογικοπολιτική για την κυβερνητική παράταξη, δεν οδήγησε, όπως εξάλλου ήταν εύλογο, στην αναζήτηση και άλλων παραλλαγών του εκλογικού συστήματος, παρότι στο παρελθόν είχαν αναζητηθεί από την ίδια παράταξη (όπως ο εκλογικός νόμος διακριτής εκλογής Συμβουλίου και Δημάρχου επί υπουργίας στο ΥΠΕΣ του Γιάννη Μιχελάκη, το 2013) ή και άλλων συστημάτων σε συνάφεια πάντα με τις αναγκαίες αλλαγές στο σύστημα διακυβέρνησης. Ακόμη βέβαια και συστήματα διπλής ψήφου, ενδεχομένως να φαίνονται πιο πολύπλοκα αλλά είναι χρήσιμο και αυτά να εξεταστούν στο πλαίσιο μίας ουσιαστικής μεταρρυθμιστικής καινοτομίας που στοχεύει στην αποτελεσματική σύγχρονη ηγεσία χωρίς εκπτώσεις στην δημοκρατική της νομιμοποίηση. Αλλά αντί αυτών, δυόμιση χρόνια πριν από τις αυτοδιοικητικές εκλογές το θέμα φαίνεται ότι κλείνει με την γνωστή μέθοδο της «μεταρρύθμισης προς τα πίσω».

Σε αυτό τον ανύποπτο χρόνο είναι σκόπιμο και χρήσιμο να ανοίξει μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων και της Αυτοδιοίκησης αλλά -γιατί όχι- και της κοινωνίας η αναζήτηση ενός νέου, σύγχρονου και κυρίως δημοκρατικού εκλογικού συστήματος στην τοπική αυτοδιοίκηση χωρίς εμμονές και προκαταλήψεις. Παράλληλα με την διαβούλευση για την αλλαγή στο κράτος και την μετάβαση στην πολυεπίπεδη δημοκρατική διακυβέρνηση και τον θεμελιώδη ρόλο της Αυτοδιοίκησης σε αυτήν καθώς και την συζήτηση των αλλαγών στο σύστημα διακυβέρνησης των ΟΤΑ έτσι ώστε να καθίστανται ικανοί να ανταποκριθούν στον ρόλο που τους επιφυλάσσει η αποκέντρωση της εξουσίας προς τα κάτω. Εν κατακλείδι, είναι η ώρα της συζήτησης για την αλλαγή στο Κράτος και συνεπώς ακόμη και το θέμα του εκλογικού συστήματος των ΟΤΑ έχει υπό το πρίσμα αυτό την σημασία του.

Σε κάθε περίπτωση όμως η επιστροφή στο παρελθόν, που δηλώνει αδυναμία αναζήτησης του καινοτόμου, προμηνύει ασφαλώς και την ουσιαστική εγκατάλειψη της ρητορείας περί αποκέντρωσης και ενίσχυσης του ρόλου της Αυτοδιοίκησης.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου