Το
Προσχέδιο του Ενιαίου Κώδικα Αυτοδιοίκησης κατά κανόνα επιχειρεί να συνθέσει σε
ενιαίες διατάξεις τις διατάξεις που διέπουν
τους Δήμους και τις Περιφέρειες και έχουν καθιερωθεί είτε με τον Ν. 3463/2006
είτε τον Ν. 3852/2010. Μέσα από την αναδιατύπωση κατά βάση κανόνων που ισχύουν
σήμερα εισάγει νέες ρυθμίσεις σε κρίσιμες πτυχές της τοπικής δημοκρατίας. Αυτό
συμβαίνει κατά κύριο λόγο στο Βιβλίο για το σύστημα διακυβέρνησης. Οι
παρεμβάσεις αυτές διακατέχονται εμφανώς από ενιαίο πνεύμα που μοιάζει σαν να
θέλει ο νομοθέτης να ποδηγετήσει την ελεύθερη δράση και πρωτοβουλία των πολιτών
που συγκροτούν τις παρατάξεις και δια
αυτών τα αιρετά όργανα του Δήμου ή της Περιφέρειας. Χαρακτηριστική περίπτωση οι
ρυθμίσεις για τις δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις.
Σύμφωνα
με το άρθρο 66, παρ.5 του Ν.3052/2010
για τις δημοτικές παρατάξεις «5. Εάν
η δημοτική παράταξη έχει τουλάχιστον τρία (3) μέλη, με απόφαση και με
πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) αυτών, είναι δυνατόν να διαγραφεί σύμβουλος, ο
οποίος είναι μέλος της. Δεν είναι δυνατή η διαγραφή του επικεφαλής της
παράταξης.» αντιστοίχως το άρθρο 168, παρ.10 του ιδίου νόμου ορίζει για τις
περιφερειακές παρατάξεις «10. Αν η
περιφερειακή παράταξη έχει τρία (3) τουλάχιστον μέλη, με αιτιολογημένη απόφαση
και με πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) αυτών, είναι δυνατόν να διαγραφεί
σύμβουλος, ο οποίος είναι μέλος της»
Το
Προσχέδιο στην παρ.3 του άρθρου Χ+10 του Μέρους Α του Δεύτερου Βιβλίου ορίζει ότι:
«3. Είναι δυνατή η διαγραφή δημοτικού ή περιφερειακού συμβούλου από την
παράταξή του, με απόφαση του επικεφαλής της, η οποία κοινοποιείται στον
πρόεδρο του δημοτικού ή του περιφερειακού συμβουλίου, αντίστοιχα, και δεν
ανακαλείται. Διαγραφή του επικεφαλής της παράταξης δεν είναι δυνατή.»
Σύμφωνα
με το Προσχέδιο του Νέου Κώδικα, μόνο οι επικεφαλής των παρατάξεων, δημοτικών ή
περιφερειακών, έχουν δικαίωμα να διαγράψουν μέλη της παράταξης και όχι η
πλειοψηφία των 2/3 των μελών στις παρατάξεις με περισσότερα από τρία μέλη.
Η
απόφαση του Επικεφαλή για την διαγραφή συμβούλου της παράταξής του δεν
ανακαλείται!!! Δηλαδή ο Επικεφαλής ο οποίος σε μία περίπτωση διαφωνίας και
σύγκρουσης διαγράφει τον σύμβουλο, δεν έχει το δικαίωμα ανακαλέσει την απόφασή
αυτή και να τον επανεντάξει στην παράταξη εφόσον έχουν αρθεί οι διαφωνίες τους.
Ενώ ο νομοθέτης του Προσχεδίου αφαιρεί από την ευρεία πλειοψηφία της παράταξης
το δικαίωμα της διαγραφής μέλους και δίνει την υπερεξουσία στον Επικεφαλή, στη
συνέχεια του αφαιρεί το δικαίωμα να υπαναχωρήσει και να αποδεχθεί την επιστροφή
του διαγραμμένου στην παράταξη!!
Διακηρύττει
ο νομοθέτης ότι «Διαγραφή του επικεφαλής δεν είναι δυνατή»!!! Μα χρειάζεται
να το επισημάνει αυτό; Μόνο ο επικεφαλής διαγράφει. Θα διαγράψει τον εαυτό του;.
Αυτή η διάταξη ίσχυε όταν η διαγραφή ήταν απόφαση των 2/3 των μελών. Ο νόμος
δεν επέτρεπε τη διαγραφή του επικεφαλής, τώρα αυτή είναι περιττή.
Ομοίως
για την ανεξαρτητοποίηση των συμβούλων το προσχέδιο στο ίδιο άρθρο, παρ.2 ορίζει
ότι «2. Μέλος του δημοτικού και, αντίστοιχα, του περιφερειακού συμβουλίου
δύναται, με γραπτή δήλωσή του προς το προεδρείο, να ανεξαρτητοποιηθεί από την
παράταξη στην οποία ανήκει. Η δήλωση ανεξαρτητοποίησης δεν ανακαλείται.»
Σύμφωνα με τον νομοθέτη του Προσχεδίου ένας σύμβουλος που ανεξαρτητοποιήθηκε
από την παράταξή του δεν μπορεί, εάν μεταβληθούν οι συνθήκες και οι λόγοι για τους οποίους
ανεξαρτητοποιήθηκε, επανακάμψει στην παράταξη ανακαλώντας την ανεξαρτητοποίηση
του και εφόσον φυσικά «τούτο γίνει δεκτό από τα δύο τρίτα (2/3) των μελών,
προκειμένου για παρατάξεις που έχουν τουλάχιστον τρία (3) μέλη και από όλα τα
μέλη, προ-κειμένου για παρατάξεις με λιγότερα από τρία (3) μέλη.»
Ο
ανεξάρτητος σύμβουλος ή ο διαγραφείς έως σήμερα δεν μπορούσαν να ενταχθούν σε
άλλη παράταξη. Αυτός ήταν αναμφίβολα περιορισμός της ελευθερίας βούλησης του
συμβούλου και ενδεχομένως οφείλεται στην αποτροπή της αλλοίωσης του συσχετισμού πλειοψηφία/μειοψηφίας όπως ορίζεται
στον νόμο. Το Προσχέδιο όμως επιτρέπει την ανασύνθεση των παρατάξεων με την
ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου Χ+10 του Μέρους Α του Δεύτερου Βιβλίου «6.
Δημοτικοί και περιφερειακοί σύμβουλοι που διαγράφηκαν ή ανεξαρτητοποιήθηκαν, με
εξαίρεση τυχόν επικεφαλής παρατάξεων της μειοψηφίας που ανεξαρτητοποιήθηκαν,
καθώς και τον πρώην δήμαρχο ή περιφερειάρχη που παραμένει σύμβουλος, σύμφωνα με
το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου Χ+8, μπορούν να συγκροτήσουν νέα
παράταξη μειοψηφίας, με κοινή δήλωσή τους προς το προεδρείο, εφόσον τα μέλη της
είναι πάνω από το ένα πέμπτο (1/5) του συνολικού αριθμού μελών του συμβουλίου.
Στη δήλωση αναφέρεται και το όνομα της νέας παράταξης, με τον επικεφαλής. Η νέα
παράταξη μειοψηφίας λύεται αυτοδικαίως, εάν απωλέσει το ανωτέρω ποσοστό. Η νέα
παράταξη της μειοψηφίας δεν μπορεί, καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοτική και
περιφερειακής περιόδου, να καταστεί παράταξη της πλειοψηφίας, ακόμα και εάν τα
μέλη της είναι περισσότερα από τα μέλη της παράταξης του δημάρχου ή του
περιφερειάρχη, αντίστοιχα.»
Η
διάταξη αυτή έχει προφανέστερα στόχο διατάραξης του συσχετισμού των παρατάξεων όπως
εκλέχθηκαν μόνο ή κυρίως στο πεδίο της μειοψηφίας, εκεί επιτρέπει την συγκρότηση
παράταξης από ανεξάρτητους και διαγραμμένους η οποία αναγνωρίζεται ως παράταξη της μειοψηφίας
όταν έχει περισσότερα μέλη από το 1/5 των μελών του συμβουλίου. Για παράδειγμα,
στα 21μελή συμβούλια να είναι
τουλάχιστον 4, στα 41 μελή 8 και στα 45μελή 9. Στην τελευταία περίπτωση των 45μελών
οι σύμβουλοι της μειοψηφίας είναι 18 και συνεπώς οι μισοί από αυτούς μπορούν να
καταστούν ανεξάρτητοι ή να διαγραφούν και να συγκροτήσουν νέα παράταξη!!! Εάν
μάλιστα μειωθεί ο αριθμός η παράταξη «λύεται αυτοδικαίως».
Το
αμίμητο!!! Η νέα παράταξη δεν μπορεί να καταστεί παράταξη της πλειοψηφίας ακόμα
και εάν έχει περισσότερα μέλη από τα μέλη της παράταξης του δημάρχου ή του περιφερειάρχη.
Δηλαδή, δεν θα έχει νόημα η εκλογή των συλλογικών οργάνων, πχ. δημοτική ή
περιφερειακή επιτροπή καθώς η πραγματική μειοψηφία θα είναι στα χαρτιά και μόνο
πλειοψηφία.
Εξαιρούνται
από την συμμετοχή στη νέα παράταξη οι
επικεφαλής που ανεξαρτητοποιήθηκαν!!! Μα όταν ο επικεφαλής γίνεται ανεξάρτητος
δεν είναι πλέον επικεφαλής, γιατί του απαγορεύεται να συμμετέχει μαζί με τους άλλους
ανεξάρτητους σε νέα παράταξη;
Στο
παρόν κείμενο δεν θα επιχειρήσουμε να διαγνώσουμε την πραγματική αιτία και
σκοπιμότητα αυτών των «καινοτόμων» διατάξεων, αντίθετα καταγράφουμε την έκπτωση
βασικών κανόνων δημοκρατικής οργάνωσης και λειτουργίας που πρέπει να διέπουν τα
όργανα της τοπικής αυτοδιοίκησης και συνακόλουθα τις δημοτικές και
περιφερειακές παρατάξεις.
Οι
δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις είναι πολιτικές οργανώσεις που εκπροσωπούν
το εκλογικό σώμα του Δήμου ή της Περιφέρειας. Ο ρόλος τους είναι αντίστοιχος
αναλογικά του ρόλου των πολιτικών κομμάτων στο Κοινοβούλιο. Διαμέσου των
δημοτικών και περιφερειακών παρατάξεων οι εκλογείς αναθέτουν την εντολή
αντιπροσώπευσης. Η σημασία της πολιτικής εντολής είναι κρίσιμη για την λειτουργία
της τοπικής αυτοδιοίκησης ως πεδίο πραγμάτωσης της λαϊκής κυριαρχίας. Φορείς της
πολιτικής εντολής είναι οι αιρετοί. Η πλειοψηφία έστω και εάν συγκροτείται εκ
του νόμου (3/5 ανεξαρτήτως ποσοστού ψήφων) έχει την πολιτική εντολή να «κυβερνήσει»
τον Δήμο και η μειοψηφία έχει την πολιτική εντολή να ασκεί έλεγχο. Το τοπίο
αυτό στην πράξη μπορεί να ξεθωριάζει καθώς η τοπική αυτοδιοίκηση, Δήμοι και Περιφέρειες
είναι πεδία επιρροής και σύγκρουσης συμφερόντων έτσι ώστε σε αρκετές περιπτώσεις οι αιρετοί και των δύο
πλευρών να μην είναι σε θέση να προτάξουν στην ρύθμιση των συμφερόντων το
δημόσιο συμφέρον όπως επιτάσσει η πολιτική εντολή της οποίας είναι φορείς.
Οι
αιρετοί δεν είναι διοικητικοί, κρατικοί υπάλληλοι ούτε έρμαια ή μαριονέτες.
Γιαυτό η δημοκρατική οργάνωση και λειτουργία των παρατάξεων είναι η εγγύηση και
η προστασία της τιμής και της πολιτικής ηθικής των αιρετών. Εάν οι παρατάξεις
λειτουργούν με αυταρχισμό, αλαζονεία και ασυδοσία των επικεφαλής ή εάν γίνονται
πεδία αποσάθρωσης υπονομεύοντας τον ρόλο του επικεφαλή και την συνοχή της παράταξης
είναι εύκολο να χειραγωγηθούν και να γίνουν υποχείρια για την εξάρτηση του
Δήμου ή της Περιφέρειας και την υπαγωγή δεν σκοπούς ξένους με την δημοκρατική
αποστολή τους.
Οι
διατάξεις του Προσχεδίου αδυνατίζουν την δημοκρατική συγκρότηση και λειτουργία
των παρατάξεων και «εκπαιδεύουν» τους αιρετούς σε ένα «αλισβερίσι» συναλλαγών.
Οι
δημοτικές και περιφερειακές παρατάξεις οφείλουν να υπακούνε σε κανόνες
δημοκρατικής λειτουργίας, διαφάνειας, λογοδοσίας στους πολίτες που τις εμπιστεύτηκαν
και διαρκούς διαβούλευσης με αυτούς. Οι ισχύουσες διατάξεις με την ίσως υπέρμετρα
ευρεία πλειοψηφία των 2/3 που αποφάσιζε διαγραφές μελών είχαν ως στόχο να
προστατεύσουν την συνοχή τους και να παγιώσουν τον συσχετισμό δυνάμεων που
προέκυψε στις εκλογές. Οι μετακινήσεις των μελών τους όμως ενδεχομένως να περιορίζονται
με κανόνες που εφαρμόζουν την συλλογικότητα και την δημοκρατικότητα στη λήψη
αποφάσεων και στη διαμόρφωση της πολιτικής τους κατεύθυνσης. Σίγουρα δεν
περιορίζονται με διατάξεις απαγόρευσης όπως αυτές που εισάγει το Προσχέδιο ούτε
και με διατάξεις αποσύνθεσης όπως επίσης καταστρώνει.
Η
δημοκρατία πρέπει να είναι σταθερή και αδιαπραγμάτευτη αξία για την τοπική
αυτοδιοίκηση, ένα διακύβευμα που χρειάζεται πνοή και ζωντάνια την οποία πάντως
στοχεύει να πνίξει το Προσχέδιο του Κώδικα Αυτοδιοίκησης που διακινείται.

Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου