Οι εκλογές με την αναλογική στις Περιφέρειες. Ένα παιχνίδι για «δυνατούς»!




Του Δημήτρη Ι. Κατσούλη

Ο νόμος 4555/2018, γνωστός ως  "Κλεισθένης 1", αλλάζει πολλά από τα δεδομένα των περιφερειακών εκλογών και σταδιακά θα μεταβάλλει  πολιτικές συμπεριφορές και στρατηγικές.  Οι επιπτώσεις στην αρρυθμία του συστήματος διακυβέρνησης μπορεί να είναι λιγότερες σε σχέση με τους Δήμους για δύο βασικούς λόγους: Οι περιφερειακές παρατάξεις κατά κανόνα οργανώνονται και λειτουργούν με πολιτικούς κυρίως όρους καθορισμένους κυριαρχικά από το κεντρικό πολιτικό σύστημα αλλά και η αποστολή των Περιφερειών είναι διαφορετική, εστιάζεται στα θέματα της ανάπτυξης κυρίως και σε πολύ μικρότερο βαθμό αγγίζει ζητήματα της καθημερινότητας. Συνεπώς οι όροι εφαρμογής της αρχής της πολιτικοδιοικητικής αποτελεσματικότητας παρέχουν γονιμότερο χώρο για συγκλήσεις σε σχέση με τους Δήμους όπου οι αποφάσεις απαιτούν αμεσότητα.
Κατ αρχήν, στις περιφερειακές εκλογές δεν αναμένεται η διεκδίκηση της εκλογής από μεγάλο αριθμό περιφερειακών παρατάξεων σε σχέση με τους Δήμους όπου όπως έχουμε ξαναγράψει θα "κατέβουν" δύο ειδών υποψήφιοι Δήμαρχοι: αυτοί του διεκδικούν να εκλεγούν Δήμαρχοι και εκείνοι που διεκδικούν να διαπραγματευτούν τη θέση των αντιδημάρχων.

Στην Περιφέρεια οι παρατάξεις έχουν κατά κανόνα άμεση ή έμμεση αναφορά στο κομματικό σύστημα φαινόμενο που είναι σύνηθες σε όλο τον κόσμο και μόνο στην Ελλάδα – τώρα πλέον και εξαιτίας της παρακμής των κομμάτων- επιδιώκεται ο δήθεν "ανεξάρτητος" χαρακτήρας, χωρίς πάντως και πάντοτε η ανεξαρτησία να είναι από κάθε  άλλης μορφής εξάρτηση.
Ο νομοθέτης τουν.4555/2018 κατάργησε τον "αιρετό" αντιπεριφερειάρχη των Περιφερειακών Ενοτήτων (πρώην νομών). Στις εκλογές οι πολίτες εκλέγουν μόνο  τον Περιφερειάρχη και τους Περιφερειακούς Συμβούλους. Οι τελευταίοι εκλέγονται ανά Περιφερειακή Ενότητα και δεν καθιερώθηκε τελικά η δυνατότητα επιλογής μίας προτίμησης και από άλλη ενότητα όπως συμβαίνει ήδη από το 2010 στους Δήμους.
Ο Συνδυασμός του Υποψηφίου Περιφερειάρχη, εκτός από τον επικεφαλή του, περιλαμβάνει με αλφαβητική σειρά όλους τους υποψηφίους περιφερειακούς συμβούλους ανά περιφερειακή ενότητα. Πλην του υποψηφίου Περιφερειάρχη δεν υπάρχει οιωνεί επικεφαλής του συνδυασμού στην περιφερειακή ενότητα όπως ήταν με το προηγούμενο σύστημα ο υποψήφιος αντιπεριφερειάρχης.
Μετά την ολοκλήρωση της εκλογής διεξάγεται η κατανομή των εδρών μεταξύ των συνδυασμών η οποία ολοκληρώνεται ανεξαρτήτως της εκλογής του Περιφερειάρχη.
Συγκεκριμένα: Εάν δεν λάβει κανείς συνδυασμός το 50%+1 των εγκύρων ψηφοδελτίων στην Περιφέρεια η εκλογή επαναλαμβάνεται μεταξύ των δύο πρώτων. Η κατανομή όμως των εδρών στο Συμβούλιο δεν επηρεάζεται από το ποιος θα εκλεγεί Περιφερειάρχης.
Αρχικά με το σύστημα της απλής αναλογικής "των υπολοίπων" κατανέμονται αναλογικά οι έδρες του Περιφερειακού Συμβουλίου στις περιφερειακές παρατάξεις. Για να γίνει αυτό διαιρείται το αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων δια του αριθμού των εδρών του Συμβουλίου. Το ακέραιο πηλίκο αυξημένο κατά μία μονάδα είναι το εκλογικό μέτρο. Εν συνεχεία το εκλογικό μέτρο διαιρείται με τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων κάθε συνδυασμού στο σύνολο της Περιφέρειας. Το ακέραιο πηλίκον της διαίρεσης είναι ο αριθμός των εδρών που λαμβάνει ο συνδυασμός. Εάν με αυτό τον τρόπο δε κατανεμηθούν όλες οι έδρες, οι αδιάθετες έδρες καταλαμβάνονται με βάση τα υπόλοιπα των εγκύρων ψηφοδελτίων. Στην κατανομή αυτή μετέχουν όλοι οι συνδυασμοί είτε έχουν «πιάσει» το εκλογικό μέτρο είτε όχι. Τις αδιάθετες έδρες καταλαμβάνουν οι συνδυασμοί με την σειρά και με βάση το υπόλοιπο των εγκύρων ψηφοδελτίων τους.
Όταν κατανεμηθούν όλες οι έδρες στους συνδυασμούς σε επίπεδο Περιφέρειας κατόπιν ξεκινά η κατανομή τους στις Περιφερειακές Ενότητες, δηλαδή προσδιορίζεται σε ποιες ενότητες και πόσες έδρες σε κάθε μία θα λάβει κάθε συνδυασμός που κέρδισε έδρα με την κατανομή στην Περιφέρεια.
Η διαδικασία ξεκινά από τις μονοεδρικές περιφερειακές ενότητες όπου την έδρα καταλαμβάνει ο συνδυασμός που έλαβε την σχετική πλειοψηφία των εγκύρων ψηφοδελτίων σε αυτήν. Στη συνέχεια με τη σειρά του αριθμού των εδρών ανά περιφερειακή ενότητα δηλαδή από τις ολιγοεδρικές προς τις πολυδρικές καταλαμβάνουν έδρες οι συνδυασμοί που έχουν τον μικρότερο αριθμό εδρών και αφού ολοκληρωθεί με τη σειρά της εκλογικής τους δύναμης στην Περιφέρεια η κατανομή ανά περιφερειακή ενότητα καταλήγει στο τέλος να λάβει τις έδρες που του αναλογούν και ο πρώτος σε αριθμό εγκύρων ψηφοδελτίων συνδυασμός. Η κατανομή ανά περιφερειακή ενότητα γίνεται με νέο εκλογικό μέτρο, το εκλογικό μέτρο του κάθε συνδυασμού το οποίο ορίζεται από τη διαίρεση των εγκύρων ψηφοδελτίων του συνδυασμού στο σύνολο της περιφέρειας διά του αριθμού των εδρών που έλαβε. Το ακέραιο πηλίκον της διαίρεσης αυξημένο κατά μία μονάδα είναι το εκλογικό μέτρο του συνδυασμού το οποίο πλέον διαιρείται εν συνεχεία με τον αριθμό των εγκύρων ψηφοδελτίων που έλαβε ανά περιφέρειακή ενότητα. Το ακέραιο πηλίκον αυτής της διαίρεσης είναι ο αριθμός των εδρών που λαμβάνει στην περιφερειακή ενότητα.
Εν συνεχεία ο νομοθέτης  καταστρώνει αναλυτικά με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 τη διαδικασία κατανομής των εδρών που μένουν αδιάθετες στους συνδυασμούς που δικαιούνται να λάβουν έδρα. Σε αυτή τη διαδικασία οι συνδυασμοί που έχουν μεγαλύτερη εκλογική δύναμη έχουν ταυτόχρονα πολλές πιθανότητες να μεταφερθούν έδρες τους από περιφερειακή ενότητα σε άλλη με αποτέλεσμα τελικά ο πρώτο σε αριθμό εδρών συνδυασμός να λάβει στο τέλος τις έδρες που περισσεύουν και σε ενότητες όπου δεν του αναλογεί ο αριθμός των εγκύρων ψηφοδελτίων. Με άλλα λόγια ως προς την κατανομή των εδρών των συνδυασμών στις περιφερειακές ενότητες το σύστημα μπορεί και να οδηγήσει σε παρεκκλίσεις από την πάγια αρχή της αναλογικότητας ψήφων και εδρών. Η αναλογική αντιπροσώπευση είναι όμως σχεδόν απόλυτη στο επίπεδο της Περιφέρειας.

Ως προς το σύστημα διακυβέρνησης έχουμε ήδη αναδείξει σε άλλες δημοσιεύσεις μας τις επιπτώσεις που η εφαρμογή του εκλογικού συστήματος έχει στο σύστημα πολιτικοδιοικητικής αποτελεσματικότητας.
Μία σημαντική αλλαγή είναι η εύλογη ευχέρεια που παρέχεται στον Περιφερειάρχη να ορίσει αντιπεριφερειάρχες και από άλλες παρατάξεις εφόσον το εγκρίνει η απόλυτη πλειοψηφία των μελών κάθε μίας από αυτές της παρατάξεις. Μπορεί κανείς να υποθέσει, παρότι ο νομοθέτης σιωπά, ότι με αυτό τον τρόπο ο Περιφερειάρχης διαμορφώνει μία διαπαραταξιακή πλειοψηφία η οποία θα του επιτρέπει να "κυβερνήσει" στην Περιφέρεια. Η αυτονόητη αυτή συνέπεια της απλής αναλογικής σε συνδυασμό με την κατάργηση των αιρετών αντιπεριφερειαρχών οδηγεί στον ακόλουθο νεωτερισμό σε σχέση με το ισχύον έως σήμερα σύστημα:
Ο Περιφερειάρχης μεταξύ των περιφερειακών συμβούλων ορίζει τους αντιπεριφερειάρχες τόσο τους θεματικούς όσο και τους τοπικούς. Συνεπώς αντιπεριφερειάρχης της περιφερειακής ενότητας μπορεί να οριστεί οποιοδήποτε περιφερειακός σύμβουλος της ενότητας αυτής. Ο Περιφερειάρχης ορίζοντας  και αντιπεριφερειάρχες από άλλες παρατάξεις μπορεί να ορίσει και τοπικό αντιπεριφερειάρχη περιφερειακό σύμβουλο άλλης παράταξης που έχει εκλεγεί στην περιφερειακή ενότητα.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι αλλάζουν οι στρατηγικοί στόχοι των υποψηφίων περιφερειακών συμβούλων που θα κατορθώσουν να εκλεγούν. Ακόμη και περιφερειακοί σύμβουλοι επιλαχόντων συνδυασμών εφόσον η παράταξή τους συνεργαστεί με τον Περιφερειάρχη μπορεί να διεκδικήσουν τον ορισμό τους σε θέση αντιπεριφερειάρχη είτε θεματικού είτε – στην ακόμη προνομιακή- θέση του τοπικού αντιπεριφερειάρχη. Αντιθέτως οι περιφερειακοί σύμβουλοι της παράταξης του Περιφερειάρχη, όταν αυτός δεν διαθέτει την απόλυτη πλειοψηφία στο Συμβούλιο και αναγκάζεται να διαμορφώσει διαπαραταξιακή πλειοψηφία, δεν έχουν πλέον το αποκλειστικό προνόμιο να καταλαμβάνουν θέσεις αντιπεριφερειαρχών ή προέδρων περιφερειακών νομικών προσώπων.
Με δεδομένο ότι επιτρέπεται ο ορισμός και ανεξαρτήτων περιφερειακών συμβούλων ως αντιπεριφερειαρχών ο Περιφερειάρχης μπορεί επίσης να ορίσει περιφερειακούς συμβούλους ως Αντιπεριφερειάρχες εφόσον έχουν ανεξαρτητοποιηθεί οδηγώντας τις άλλες περιφερειακές παρατάξεις σε διάσπαση.
Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερομένων "νεωτερισμών", το πολιτικό πεδίο της περιφερειακής αυτοδιοίκησης αποκτά νέες προκλήσεις, ενθαρρύνει πολιτικές συγκλήσεις ή ιδιοτελείς συναλλαγές, απαιτεί πλέον και αυτό περισσότερο ενεργητικό δυναμικό.
Τέλος, η απλή αναλογική φέρνει και μία άλλη πιθανή συνέπεια. Την αύξηση του ενδοπαραξιακού ανταγωνισμού κατά την εκλογική διαδικασία, ανταγωνισμός όπως ο οποίος μπορεί να γίνει οξύτερος και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των νέων αιρετών στο Περιφερειακό σύστημα διακυβέρνησης.
Η εκλογή μικρότερου αριθμού περιφερειακών συμβούλων ανά περιφερειακή παράταξη καθιστά τον εκλογικό αγώνα των υποψηφίων δυσκολότερο. Από την άλλη πλευρά η έλλειψη της ex lege πλειοψηφίας των 3/5 θεωρητικά τουλάχιστον θα φέρει στο Συμβούλιο μόνο τους ισχυρότερους υποψηφίους περιφερειακούς συμβούλους ανά συνδυασμό και ανά περιφερειακή ενότητα. Η συνέπεια αυτή μπορεί τελικά να είναι θετική για την αναβάθμιση της ποιότητας των αιρετών της Περιφέρειας και συνακόλουθα για την ενδυνάμωση του ρόλου της Περιφέρειας στο συνολικό πολιτικό σύστημα. Το παιχνίδι θα είναι πλέον και στις Περιφέρειες για τους δυνατούς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου